Με κοιτάει, χαμογελάει, αυτό το χαμόγελο που δεν είμαι ποτέ σίγουρη αν καταφέρνει να ανασηκώσει τις άκρες των χειλιών του, ίσως λίγο ειρωνικό, ίσως λίγο στοργικό, μάλλον ανιχνευτικό, ίσως και τυχαίο. Μάλλον ξέρει ότι είναι γοητευτικός έτσι, και απλά ποζάρει. Ίσως εγώ προσπαθώ να καταλάβω κάτι περισσότερο από αυτό που πραγματικά σκέφτεται. Κάτι περισσότερο από αυτό, που πραγματικά υπάρχει.
Κάθομαι στην άκρη του καναπέ, άβολα, αμήχανα. Προσπαθώ να ισιώσω την πλάτη μου.
-Είναι νωρίς του λέω, μην στέκεσαι όρθιος, ή τουλάχιστον βγάλε την καπαρντίνα, έστω το κασκόλ σου...
-Με θέλεις ακόμα; ρωτάει
Χαμογελάω
-Ναι, του απαντάω
Βγάζει την καπαρντίνα, τα γάντια του φουσκώνουν την αριστερή τσέπη της, αλλά κρατάει το κασκόλ.
-Θα βάλεις κάτι να πιούμε;
-Ναι, βέβαια. Τι θέλεις;
-Ότι θα πιεις και εσύ.
-Κρασί.
-Εντάξει, κρασί.
Ανοίγω καινούργιο μπουκάλι, προτιμώ το λευκό, αλλά η ...ώρα απαιτεί κόκκινο, παλεύω με το τιρμπουσόν, μου το παίρνει από τα χέρια.
-Δεν θα μάθεις ποτέ, μου λέει. Άστο, θα το ανοίξω εγώ, φέρε εσύ τα ποτήρια.
Καθόμαστε απέναντι, εγώ στην μία γωνία του ενός καναπέ και Εκεινος στην μέση του άλλου.
Νοιώθω το βλέμμα του, αλλά εγώ προσπαθώ να απασχολήσω το δικά μου μάτια, με όλες τις μικρές λεπτομέρειες του καθιστικού. Ίσως να βάλω ακόμα ένα κούτσουρο, αν και η φωτιά είναι τόσο λαμπερή.
Καταλαβαίνει την αμηχανία μου, έρχεται στον δικό μου καναπέ, κοντά μου, μια ανάσα κοντά μου, αλλά δεν με ακουμπάει.
Μαζεύομαι, όχι, όχι τώρα, ίσως ήταν καλύτερα να τον αφήσω να περιμένει όρθιος με την καπαρντίνα του, στην κάσα της πόρτας.
-Πέρασες καλά μαζί μου, λέει. Έτσι, χωρίς ούτε καν ένα ανεπαίσθητο ερωτηματικό στην φωνή του. Απόλυτα καταφατικά, απόλυτα σίγουρος, δεν περιμένει καν απάντηση.
-Ναι, απαντώ σε αυτό που δεν ήταν ερώτηση, αλλά με ζόρισες. Πολύ...
-Μπορούσες, μου λέει, δεν το ήξερες, ή μάλλον το ήξερες, απλά δεν το πίστευες...αλλά μπορούσες.
Ορμάω και χώνομαι στην αγκαλιά του.
-Μην φύγεις, δεν θα το πω πουθενά, μείνε εδώ μαζί μου, θα σε κρύψω εγώ, εδώ, δεν θα σε βρει κανείς. Ας σκηνοθετήσουμε την φυγή σου, κανείς δεν θα καταλάβει μέσα στην βουή των πυροτεχνημάτων ότι εσύ δεν έφυγες. Κανείς δεν θα σε ψάξει εδώ.
Με σφίγγει στην αγκαλιά του, για πρώτη φορά εδώ και ένα χρόνο, είναι στοργικός μαζί μου. Με κρατάει σφιχτά, μυρίζω την κολόνια του.
-Καρδιά μου, μου λέει, στις 12 θα φύγω, αλλά στις 12.01, θα είμαι πάλι εδώ. Εγώ θα είμαι πάλι, σε εμένα θα ξανανοίξεις την πόρτα. Ίσως απλά αν προλάβω, να αλλάξω καπαρντίνα. Ότι προλάβω να αλλάξω μέσα σε αυτό το δευτερόλεπτο που κλείνουν τα φώτα. Ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν μπορείς να κάνεις χωρίς εμένα;;;
Αποτραβιέμαι από την αγκαλιά του, σκουπίζω τα μάτια μου, πίνω μια γενναία γουλιά, από αυτό το κόκκινο κρασί, που ποτέ δεν μου άρεσε, τον κοιτάω πια εγώ κατάματα και του λέω.
-Όχι, ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα, αλλά ...με έμαθες ότι μπορώ. Αλλά μόνο ένα δευτερόλεπτο. Και μην αλλάξεις καπαρντίνα. Αυτή σου πάει πολύ.
Σηκώνεται, ξαναπηγαίνει στην γωνιά του άλλου καναπέ. Το σκέφτεται.
-Καλά θα δούμε, μου λέει ...ο 2008. Ούτως ή άλλος, τι να προλάβω να αλλάξω από τις 12.00 μέχρι τις 12.01; Mόνο αριθμό...2009. Στην υγεία σου!!!
- Στην γοητεία σου!!!!!