Ίσως γιατί για μένα η Πρωτοχρονιά ήταν πάντα .....τον Σεπτέμβρη.
Παιδί και μετά έφηβη, καλοκαίρι, κλείσιμο σχολείου, να μου κλείνουν το μάτι 3 μήνες διακοπών, τρεις μήνες σε ένα σπίτι μέσα στην θάλασσα, με μια παλιοπαρέα παιδικών φίλων, και εγώ την τελευταία μέρα του σχολείου, να νοιώθω θλίψη. Μια θλίψη που κάποτε έφτανε στα όρια της κατάθλιψης.
Το τέλος της εφηβείας, που με άφηνε φοβισμένη, αμήχανη αλλά γεμάτη με μια σαρκοφάγα διάθεση για το καινούργιο. Ένας δύσκολο τέλος, ένα δύσκολο καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι πολύ μοναχικό, που όμως προστατεύτηκε, βρήκε τυχαία καταφύγιο, σε έναν τόπο που έμελλε να είναι πάντα το καταφύγιο μου. Την Αιγιάλη....
Πανεπιστήμιο, τέλος εξεταστικής, λατρεμένη Οδύσσεια με τα υπέροχα .....lux πλοία της άγονης γραμμής, ώρες ατελείωτες σε ένα κατάστρωμα, τότε που από τις 10 Ιουλίου μέχρι τις 10 Σεπτεμβρίου, χόρευα στο φτερό των καρχαριών όλου του Αιγαίου, φρικιό, με μόνη αποσκευή ένα σαμπουάν που ... υποτίθεται έλουζες τα μαλλιά σου στο θαλασσινό νερό (έχω ρυπάνει με αφρούς όλα τα παράλια της Αμοργού, της Αστυπάλαιας, της Νίσυρου, της Φολέγανδρου, της Καρπάθου, της Σύμης, της Ηρακλειάς, κλπ, στο Ιόνιο μπορείτε να κολυμπάτε άφοβα, εκτός από τους Παξούς, τα ...θέλγητρα των Επτάνησων δεν με ενέπνευσαν ποτέ), καλοκαίρια έντονα, που όμως περίμενα πάντα τον Σεπτέμβρη να ξαναρχίσω....
Απέφυγα να ορκιστώ καλοκαίρι, έφυγα με ένα απλό πιστοποιητικό αναλυτικής βαθμολογίας από την Γραμματεία, και κάποια στιγμή, σε κάποιες .....χειμερινές διακοπές του νέου μου Πανεπιστήμιου, επέστρεψα στην Ελλάδα, ίσα 2 μέρες, για να ορκιστώ και να ξαναφύγω. Μόνη μου, γρήγορα, εύκολα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Να μην καταλάβω ότι κάτι τελείωσε....
Το ίδιο έκανα και από το νέο μου Πανεπιστήμιο, πολλά χρόνια μετά. Έφυγα ένα απομεσήμερο και φτάνοντας αργά το απόγευμα στο παλιό μας Ελληνικό, βγαίνοντας στην παραλιακή, αποφάσισα να μείνω εδώ.
Ένα τέλος που αποφασίστηκε παρέα με ένα τσιγάρο, σε ένα ταξί στην παραλιακή. Δεν πέτυχα ποτέ, ξανά τον ταξιτζή που με ρώτησε «και θα μείνεις καιρό κοπελιά στην πατρίδα;;». Ίσως να μην θυμάμαι καν το πρόσωπο του, μπουκωμένη απο αυτόν τον λυγμό που αρνιόταν πεισματικά γαμώτο να ξεσπάσει σε κλάμα, όταν του απάντησα «για πάντα».
Όλα αυτά τα χρόνια, δεν αποχαιρέτισα ποτέ φίλους, σχέσεις, σχέσεις τυχαίες ή σχέσεις ζωής. Τελεία δεν έβαλα ποτέ. Τις τελείες που έβαζε η ζωή, εγώ τις στρογγύλευα σε ...παρένθεση. Ίσως ένα κόμμα, ίσως μια άνω τελεία. Σαν αυτή του Σεφέρη.
Με έναν γλυκερό, λιγωτικό, αποχαυνωτικό τρόπο, με μια γλυκιά ένεση ελαφρού αναισθητικού.
Παράγραφο δεν άλλαξα ποτέ, η μια πρόταση, η μια φράση της ζωής μου, μπλεκότανε με την επόμενη και έδεναν όλες μαζί σε ένα κουβάρι που το ξεδιάλυνα μόλις φέτος την άνοιξη. Αυτήν την φορά δεν ήμουν μόνη μου, αλλά πάλι, γρήγορα, εύκολα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά.
Αλλά τι καλά, σήμερα δεν είμαι στην τελευταία τάξη, και ελπίζω να έχω χρόνια μπροστά μου, πριν την διαδικτυακή .....αποφοίτηση.
Και τι έχει ο ήλιος που δεν έχω να σου δώσω
Αυτός την νύχτα κλείνει
Εγώ μένω ανοιχτός
Χρόνια πολλά λοιπόν.... «Καλή χρονιά» συχωριανοί