Το παλιό μας Αεροδρόμιο-σε αντίθεση με αυτό το κακέκτυπο του σημερινού Φρανκουφουρτιανού τέρατος με τις μαρμάρινες- είχε τη αειθαλή γοητεία της Καζαμπλάνκα. Άλλωστε μπορούσες πάντα να παραμυθιαστείς, ότι από κάποια γωνιά του θα πεταχτεί ο Χάμφρεϊ να μαλώσει τον Sam γιατί τον παράκουσε και παίζει ξανά το ...απαγορευμένο as time goes by.
Υπάρχει μια ώρα του μαρτιάτικου αθηναϊκού ουρανού, εκεί γύρω στις 6 το απόγευμα, που την αλλαγή μέρας-νύχτας, την διαχειρίζεται ένας προβολέας που αγαπάει πολύ αυτή τη Πόλη. Είναι όσο ακριβώς σούρουπο χρειάζεται.
Παλιό Αεροδρόμιο λοιπόν, μαρτιάτικο σούρουπο με βοριαδακι, και μια σειρά από το κίτρινο που αγαπώ. Τα πράγματα τότε, δεν ήταν όσο ...ευρωπαϊκά και ...εξευγενισμένα είναι στις μέρες μας. «Πιάτσα», σαν κακογερασμένες πόρνες πίσω από την Αθηνάς έκαναν οι «πελάτες» και οι ταξιτζήδες ... διάλεγαν. Δεν ήμουν καθόλου σίγουρη για το ...που πάω, δεν ήμουν καθόλου σίγουρη για το που ...θέλω να πάω, δεν ήμουν καθόλου σίγουρη για το αν πρέπει να ξαναμπώ μέσα στο αεροδρόμιο και να πάω στις ...αναχωρήσεις.
Προχώρησα λίγο πιο περα, στάθηκα λίγο παρακεί, χωρίς να αναμειχθώ στο αλισβερίσι «Πατήσια», «Δάφνη», «Πειραιάς», «έλα εσύ», «δεν χωράνε οι βαλίτσες σου κύριος», «να πάμε πρώτα την κύρια εκεί, σε πάω μετά...αλλού». Εκείνο το πεζοδρόμιο, εκεί που τέλειωνε το ...Αεροδρόμιο και άρχιζε η ...Πόλη, ήταν μια πόρτα, ένα όριο, ΤΟ σύνορο του μέλλοντος μου, και το να στέκομαι πάνω του, μου δημιουργούσε μια στοιχειώδη ασφάλεια στην έρημο των ανασφαλών ...προορισμών μου. Και μέσα στα πλήθη που βοούσαν και αλάλαζαν αναζητώντας μέσο για τον προορισμό- που τυχεροί εκείνοι ήξεραν ποιος είναι, αντίθετα με εμένα που δεν είχα ...ιδέα- ένα κίτρινο σταματάει μπροστά μου και ρωτάει «εσύ που πας;».
«Εγώ;» ρώτησα ηλίθια.
Ο ταξιτζής με κοίταξε με το παραιτημένο βλέμμα που κοιτάς τους ηλίθιους και έγνεψε με το κεφάλι «ναι, εσύ». Κι ανάμεσα στο «πουθενά», στο «δεν ξέρω», στο «σκέφτομαι» που ήταν οι προφανείς μου ...απαντήσεις, απάντησα ...ΕΚΕΙ. «Μπες μέσα» και ...μπήκα.
Είχα μόνο μια μικρή χειραποσκευή, ένα μικρό σακ βουαγιαζ, τίποτα ... μεγάλο, τίποτα... τελεσίδικο. Από τότε βέβαια έμαθα, ότι αν είναι να φύγεις... μην γυρίσεις ποτέ να πάρεις τίποτα ...μεγάλο... Οι ντουλάπες, τα γραφεία, οι βιβλιοθήκες, τα συρτάρια, οι σιφονιέρες, τα κομοδίνα, οι αποθήκες, έχουν ...αφόρητα προσκλητήρια από αναμνήσεις, κόλες μνήμης. Έχουν όλα αυτά που δεν χρειάζεσαι. Έχουν όλα αυτά, που όταν αρχίσεις να σκέφτεσαι τι να πάρω- τι να αφήσω, έχεις ήδη γυρίσει το κεφάλι πίσω. Μην τα ανοίξεις ποτέ. Μην τα κοιτάξεις ποτέ. Οι μικρές αποσκευές ...είναι τελεσίδικες.
Στο πίσω κάθισμα δυο κυρίες τιτίβιζαν κουτσομπολεύοντας το γκρουπ που είχαν συμμετάσχει, τα ψώνια που έκαναν, τις ευκαιρίες που βρήκαν , τα μέρη που είχαν επισκεφτεί, τα σπίτια, τους συζύγους και τα παιδιά που τις περίμεναν. Λίγες φορές ζήλεψα στη ζωή μου κάποιον, όσο αυτές τις δυο κυρίες που δεν τις έβλεπα αλλά τις άκουγα , τόσο ικανοποιημένες, τόσο σίγουρες, τόσο ασφαλείς για τον ...προορισμό τους.
Όταν αφήσαμε τις κυρίες, ο ταξιτζής χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του προς το μέρος μου, είπε «έλα ρε κοπελιά, δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι, όλα θα γιάννουν». Και μέσα σε ένα κίτρινο ταξί, σε αυτό το κίτρινο χελωνίσιο καβούκι ...βγήκε όλο. «Όλα θα γιάννουν».
Σταμάτησε στο περίπτερο, με ρώτησε αν θέλω νερό ή πορτοκαλάδα, ψιθύρισα μέσα σε λυγμούς «τίποτα», αγόρασε νερό, πορτοκαλάδα και μια σοκολάτα. Και με άφησε να κλάψω, να θρηνήσω, να φοβηθώ, να λειώσω, να συνθλιβώ, σταματημένος εκεί στον παράδρομο της Κηφισίας, λίγο μετά το Φάρο Ψυχικού. Μου πρόσφερε σοκολάτα, δεν μπορούσα, έφαγε εκείνος ένα κομμάτι, δίπλωσε την υπόλοιπη, ήπιε από το δικό του το νερό. Αμίλητος. Μου πρόσφερε χαρτομάντιλα από ένα μεγάλο κουτί, και όταν ένοιωσε ότι ...κόπασα, ότι ...άδειασα, ανάψαμε τσιγάρο. Και μου είπε για την γυναίκα του, για το γιο του, για τη νύφη του, για τον εγγονό που δεν ερχόταν τόσα χρόνια μετά, για την δουλειά του, για το χωριό του, για όλα. Μου συστήθηκε. Με είχε δει στην απόλυτη γύμνια μου. Και ...μου συστήθηκε. Δεν ήταν πια ...ξένος. Δεν με ρώτησε τίποτα, μου είπε τα πάντα και κάποια στιγμή με ρώτησε. «Πάμε;». Πάμε... Και με πήγε σε αυτό το ...ΕΚΕΙ, που σε εκείνο το πεζοδρόμιο του παλιού Αεροδρομίου αποφάσισα ότι θα ...πήγαινα. Αποφασισα... γιατι με ρώτησε. Δεν είχα πια κλειδιά. Περίμενε να μου ανοίξουν την πόρτα.
Σε αυτή τη Πόλη, ακόμα κι ο πιο στρυφνός, ακόμα κι ο πιο κουρασμένος και καταταλαιπωρημένος ταξιτζής, όταν σε αφήνει χαράματα στη πόρτα, θα σου πει την ώρα που σου δίνει τα ρέστα «έλα μπες γρήγορα μέσα, σε βλέπω». Και μόνο για εκείνο το προστατευτικό βλέμμα στη πλάτη μου, την ώρα που το αλκοόλ - εξ ου και το αυτοκίνητο κάπου παρατημένο- αρχίζει την ...ανοδική του πορεία, την ώρα που το χέρι ψάχνει απεγνωσμένα μέσα στη τσάντα-αντίσκηνο και ...βρίσκει οτιδήποτε άλλο εκτός από τα κλειδιά ακούγοντας πίσω τον ασθμαίνοντα ήχο της ντηζελομηχανής, οι ταξιτζήδες μου, θα έχουν πάντα την αμέριστη αγάπη μου.
Δεν αγαπώ το κίτρινο χρώμα. Αν θυμάμαι καλά, δεν είχα ποτέ τίποτα κίτρινο. Το μόνο κίτρινο που αγαπώ είναι το χρώμα του ταξί. Και επειδή ξέρουν, καταλαβαίνουν, αφουγκράζονται οι ταξιτζήδες μου, πόσο πολύ τους αγαπώ, με αγαπάνε και αυτοί.
Άλλωστε έχουμε τόσα πολλά κοινά. Αγαπάμε το τιμόνι, αγαπάμε το δρόμο, αγαπάμε αυτή τη Πόλη, αγαπάμε την ανθρώπινη επαφή, αγαπάμε τις ανθρώπινες ιστορίες. Αγαπώ πολύ αυτά τα κίτρινα ελληνικά χελωνάκια που μπορείς να πεις τα πάντα και τίποτα,σε πάνε παντού και πουθενά. Τώρα έχουμε ακόμα κάτι κοινό με τους ταξιτζήδες μου. Σιχαινόμαστε το ίδιο, όλα αυτά τα γραβατωμένα ανθρωπάκια, αυτά τα άθλια αριβιστάκια της πυρκαγιάς, αυτά τα τυπάκια ...μάρκας Ραγκούση..