- Πρόσεχε το χέρι σου με το γουδοχέρι και όσο τα κοπανάς να το μελετάς αυτό που θέλεις να σου φανερώσει…
Τα καρύδια, οι σταφίδες, η ζάχαρη …όχι πολλή, έτσι ίσα να ακουμπάει η γλύκα στη γλώσσα, η κανέλλα, το γαρύφαλλο, τα πορτοκάλια, η σόδα και το baking powder, το λάδι, στο άσπρο μεγάλο μαρμάρινο πάγκο, και το αλεύρι…αχ, αυτό το αλεύρι, η μαγκιά της μαγείρισσας. Αλεύρι… όσο σηκώσει. Με την αφή, με το μάτι, με το χέρι, με το νου…
Τα υλικά μπαίνουν με σειρά, και είναι πάντα ή 7 ή 9 ή 11. Γιατί; «Γιατί, γιατί… τι θα πει γιατί, γιατί έτσι τα βρήκαμε».
Από αυτό το γλυκό, που βγαίνει μοσχομυριστό και φουσκωτό από το φούρνο δεν έχει να πάρεις στο μικρό πιατάκι, το πρώτο το κομμάτι σου. Η φανουρόπιτα θα σταυρωθεί "για να συγχωρέσει ο Θεός τση μάνας του Αγίου" και θα κοπεί σε σαράντα κομμάτια και τα κομμάτια θα μοιραστούν. Οι φίλες της γιαγιάς θα φέρουν κομμάτια από την δική τους και εμείς θα μοιράσουμε την δική μας.
- Πάρε και εσύ το κομμάτι σου, και παρακάλα τον Άγιο να σου φανερώσει αυτό που εσύ χρειάζεσαι.
- Σαν τι γιαγιά;
- Δεν ξέρω εγώ, ότι χρειάζεσαι τώρα, εσύ είσαι πολύ μικρή ακόμα για άντρες.
Στο μυαλό των 5-6 χρόνων μου, ο Άγιος Φανούριος …φανέρωνε συνήθως άντρες. Άντρες που να σε αγαπάνε, άντρες που να σε φροντίζουν, άντρες που να σε κάνουν βασίλισσα, άντρες που να μην σε τραβολογάνε αστεφάνωτη, άντρες που να μην ξενοκοιτάνε, άντρες που κι αν ξενοκοιτάξανε, να …ξεστραβωθούνε (ή να στραβωθούνε, αυτό παρέμενε αξεδιάλυτο μυστηριο) …ε και, κάτι ο Άγιος, κάτι το τι θα πει ο κόσμος, κάτι η γοητεία της -με αυτήν ακριβώς τη σειρά- να τους ξαναδέσει η τάζουσα στην νυφική παστάδα. Οι Σμυρνιές, αφού κάνανε τα μάγια τους, αφού βλέπανε στα χαρτιά και στους ντελβέδες του καφέ, τα μελλούμενα, πιάνανε πόρτα και τον Άγιο… μιγάδες της Ανατολής και της Δύσης, ποτέ δεν ξέρεις, γιατί να κλείνεις πόρτες;
Τώρα εγώ άντρες, αγόρια, φίλους που να με παίζουν ήθελα, να με παίρνουν μαζί τους στη βάρκα όταν πηγαιναν στο βράχο απέναντι, να παίζουμε μήλα και να μην παίζουν συνέχεια ποδόσφαιρο, να μην με κάνουν όλο Ινδιάνα που μαγειρεύει παντρεμένη με την Γιούλη που επειδή ήταν πιο νταβραντισμένη από μένα, έκανε όλο τον Ινδιάνο σύζυγο μου, και αυτοί έκαναν όλο τους καουμπόηδες. Αλλά δεν είχα καλοκαταλάβει αν ο Άγιος Φανούριος, κάνει και τέτοιες χάρες ή ασχολείται αποκλειστικά με ερωτοδουλειές. Το θέμα παρέμενε αδιευκρίνιστο, ο πατέρας μου γέλαγε και με τσιγκλούσε, η μαμά μου, φώναζε για δεισιδαιμονίες, και η γιαγιά μου έλεγε… να ζητάς στον Άγιο, αυτά που σου πρέπουνε. Τώρα τι μου έπρεπε;;; Ποτέ δεν μπόρεσα να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση….
Και έτσι μαζί με τον Άγιο Βασίλη, τους είχα για πιο πρακτικά ζητουμενα. Καινούργιο ποδήλατο, πατίνια σαν του Ανδρέα, φορμάκι μπαλαρίνας με μακρύ τούλι, να φωτίσει την μαμά μου να μη με αναγκάζει να κοιμάμαι τα μεσημέρια. Γενικώς ο Άγιος Φανούριος ήταν ο καλοκαιρινός μου Άγιος Βασίλης.
Ο Άγιος επίσης, έβρισκε, φανέρωνε και πράγματα που είχες χάσει. Κλειδιά, λεφτά, πελατεία, μέχρι και πονοκεφάλους γιάτρευε, φανερώνοντας την χαμένη υγειά του άρρωστου.
Πάντως εμένα, όταν έχασα τον Τσάρλυ, ένα μικρό μπάσταρδο κόλλευ, δεν μου τον βρήκε.
Σήμερα, στον καλοκαιρινό Άγιο μου Βασίλη, αυτόν που …κόλαζαν οι Σμυρνιές μου με τις ερωτοδουλειές τους, έτσι κρατώντας στο χέρι, ένα κομμάτι φανουρόπιτα που μοσχομυρίζει κανέλα και γαρίφαλο, φτιαγμένο από τα χέρια κάποιας που μεγάλωσε, με άλλους Άγιους μακρινούς, και που έκαμε άλλες … συμφωνίες μαζί τους, συμφωνίες που μάλλον δεν τις τήρησαν οι δικοί της Άγιοι, δεν έχω να «μελετήσω» ή να διαπραγματευτώ τίποτα. Ίσως γιατί έμαθα πια ότι η ευτυχία δεν είναι σπάνιο εκ Θεού δώρο, αλλά δικαίωμα μας. Οφείλουμε να την διεκδικούμε σαν κάτι που μας αξίζει, μας ανήκει και πρέπει να απολαυσουμε... όσο διαρκεί, χωρίς το παραμικρό ίχνος δισταγμού. Όσο για την δυστυχία, όταν η ζωή σου ρίξει ένα χαστούκι, εσύ πρέπει να της ρίξεις δύο! Κι άμα το άλογο σε γκρεμίσει, εσύ να σπεύσεις να το ξανακαβαλήσεις, έστω και με σακατεμένα πόδια.
Και έτσι …Άγιε μου, μεγάλη η χάρη σου αλλά δεν έχω τίποτα να σου ζητήσω.