Ο θάνατος είναι βεβαιότητα, τον κουβαλάς από την ώρα που κάποιος σου κόβει τον ομφάλιο λώρο και σε πετάει έξω απο την γαλήνη της μήτρας, συμφιλιώνεσαι μαζί του, τον βάζεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου και κάνεις αμέτρητες πρόβες φορώντας το προστατευτικό κουκούλι του, .....στον ύπνο σου.
Πίνοντας χθες το βράδυ το κρασί μου και κοιτάζοντας τον κόσμο μέσα από την οθόνη του υπολογιστή μου, ξαφνικά με περιέλουσε ένας απροσμέτρητος φόβος, ξαφνικά θυμήθηκα τι με φόβιζε πάντα ανεξέλεγκτα, τι με έκανε να σπαρταράω από τον πανικό. Ε, λοιπόν αυτό ήταν, με τρέλαινε από τον φόβο, το να είμαι ο Γιόζεφ Κ.
Ποιος πατέρας, έναν καυτό νωχελικό εφηβικό Αύγουστο, δίνει στη κόρη του την Δίκη και της λέει «διάβασε την στον ήλιο, τέλειωσε το μέσα στο καλοκαίρι, αλλά ...τελείωσε το». Ο δικός ΜΟΥ.
Με στοίχειωσε ο Γιοζεφ Κ. Πολλές φορές εκείνον τον λαμπερό καυτό Αύγουστο θέλησα να του γυρίσω την πλάτη, να τον εγκαταλείψω, στο σκοτεινό δικαστήριο του, στους ανακριτές και στους δικαστές του, στους ...φίλους και στους ψεύτικους «υπερασπιστές» του, κι αν δεν ήμουν τόσο ερωτευμένη με τον υπέροχο πατέρα μου, κι αν τότε δεν πίστευα ΑΚΡΑΔΑΝΤΑ ότι οι υπέροχοι άνδρες δεν κάνουν ποτέ λάθος,- αναθεώρησα πολλές φορές αυτό μου το ...δόγμα αλλά αργότερα και ΠΟΤΕ για τον πατέρα μου-δεν θα είχα φτάσει ποτέ στην ανακουφιστική μαχαιριά στο στήθος του.
Χθες το βράδυ να με κατακλύζουν εικόνες μαθητών που προσπαθούσαν να μιμηθούν στρατιωτικούς σχηματισμούς, σημαίες πάνινες, πλαστικές, νάιλον να κυματίζουν στα χέρια των ...αρίστων μαθητών, παιδιών και εφήβων ομοιόμορφα ντυμένων, να χαιρετούν τις ...αρχές του τόπου, τους δημαρχαίους και τους παπάδες, ταμπούρλα και εμβατήρια να κόβουν τους ήχους της πόλης.
Χθες το βράδυ να με κατακλύζουν εικόνες από ανθρωποειδή φασιστόμουτρα που γαζώνουν με 100 σφαίρες ανθρώπους. Ανθρώπους που κάποιοι απο αυτούς, μόλις τέλειωσαν την βάρδια τους και πάνε σπίτι τους... Πάνε να φάνε, να αγκαλιάσουν τον εραστή ή τα παιδιά τους, και κάποιοι άλλοι μόλις άφησαν τους φίλους και την οικογένεια τους και πάνε να πιάσουν την ...βάρδια.
Χθες το βράδυ να με κατακλύζουν εικόνες από υστεριαζομένους ναπολέοντες που βάζουν στοιχήματα με τρομοκράτες από τηλεοράσεως
Χθες το βράδυ να με κατακλύζουν εικόνες από μια αμήχανη κοινωνία που γλύφει, πιπιλάει την καραμέλα του τρόμου, της φρίκης της, αλλά και της αποστασιοποίησης της.
Χθες το βράδυ να με κατακλύζουν εικόνες από κελεύσματα για συγκεντρώσεις, για διαδηλώσεις, για πορείες, για περιφρουρήσεις, για ...τον δρόμο. Η αριστερά να φωναζει πάμε να καταγγειλουμε την προβοκάτσια στον μονο τοπο που ξερουμε ...στον δρόμο και οι αστυνομικοί μαζί με τον Καμένο και τον Βορίδη να φωνάζουν «πότε αυτή η κοινωνία θα φωνάξει και για τα δικά μας θύματα;»
Χθες το βράδυ να με κατακλύζουν εικόνες από τις «ήρεμες»(;;;) φωνές που λένε, δεν αναδεικνύεις τους τρομοκράτες σε συνομιλητές σου.
Χθες το βραδυ να με κατακλύζουν εικόνες απο το ξυλινο σκαφος που τσακιζεται, 60 μετρα απο την στεριά της Μυτιλήνης, εκει που 8 πτωματα ανθρωπων, θα μεινουν να ξεπλενουν με αλμυρα τις προσδοκίες τους για επιβιωση, ίσωςίσως και για ...ζωή. Αχ, να δεις πως τους λένε αυτους...έχουν όνομα ...αυτοι, α, λαθρομεταναστες...
Χτες το βράδυ να με κατακλύζουν εικόνες από τον Μωχαμεντ που ...έφυγε, εικόνες απο τις πληγές που μπορεί να χωρέσει το κορμί ενός ξένου. Εικόνες από τα μάτια του...
Ήταν άραγε ανοιχτά ή κλειστά τα ματια του όταν η φρίκη των πόνων του κορμιού του στο Α.Τ. Νίκαιας, ξεθώριαζε το Όνειρο του για έναν άλλο τόπο ελπίδας, για αυτήν την ξένη χώρα που ήρθε. Έπλυνε άραγε κάποιος το σκουρόχρωμο κορμί του από το αίμα που έσταζε, ακούμπησε άραγε κάποιος ετσι απαλά, αναλαφρα, τρυφερά, γυναικεία, το κάψιμο από τις πληγές του ηλεκτροσόκ;
Χθες το βράδυ να με κατακλύζουν, εικόνες από τους αστυνομικούς ράμπο στα Εξάρχεια, που σε κάθε 10 βήματα, μου ζητούν μαγκιορικα την ταυτότητα μου. Να αποδείξω ότι περπατάω στη πόλη ΜΟΥ, χωρίς σκοπό μεν, χωρίς δόλο δε... Να προσπαθώ να του πω με τα μάτια ... ότι μπορεί να έχουμε και τον ίδιο εχθρό, εσύ μην πας μαζί του. Τα μάτια του να με μισούν, γιατί απλά είμαι εκεί...
-Μπαμπά, σήκωσε το τηλέφωνο. Είμαι ο Γιόζεφ Κ. Είμαι χαμένη σε σκοτεινούς λαβυρίνθους δικαστηρίων, ανακριτές μου απαγγέλλουν κατηγορίες που δεν καταλαβαίνω, ζωγράφοι, ποιητές και ιερείς δεν με κρατάνε στα χέρια τους, δεν μπορούν να με υπερασπιστούν, στο βλέμμα του περαστικού βλέπω την κατηγόρια... για μια ενοχή που δεν κατανοώ και κανείς δεν έρχεται να με μαχαιρώσει.
-..............
- Μπαμπά μ’ ακούς;
- Ναι, σ’ ακούω. Θα τους πω, μην πυροβολείτε την Κατερίνα, μπορεί να το κάνει και μόνη της.
Υ.Γ.το έβδομο ανακοινωθέν