Δικαίωμα δεν είναι κάτι το οποίο σου δίνει κάποιος, αλλά κάτι το οποίο δεν θα επιτρέψεις σε κανέναν να σου ...πάρει
Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007
Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2007
ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΗΓΕΤΗ
Αν ο αρχαίος κόσμος ερμήνευε συχνά την πολιτική ως τη δράση ενός τιμονιέρη που διευθύνει το πλοίο της πόλης, η σύγχρονη εποχή ευνόησε, από την «αστική» πλευρά, τον κεντρικό ρόλο των πολιτών και το καθολικό και απρόσωπο της διοίκησης του κράτους· ενώ στην αριστερά πίστεψαν ότι η ιστορία κινείται χάρη σε μεγάλες αντικειμενικές και αναγκαίες δυνάμεις, ότι η πολιτική δράση έχει ως υποκείμενο τις μάζες και ότι η πολιτική καθοδήγηση οφείλει μόνο να ερμηνεύει ορθά τα σημεία των καιρών.
Αυτές οι πεποιθήσεις είχαν ως αποτέλεσμα το ότι, σε σχέση με τους δημοκράτες και τους σοσιαλιστές, η δεξιά -με τη λατρεία της για τον ηγέτη ως τον ήρωα που μας αφήνει μόνο το καθήκον να πιστεύουμε, να υπακούμε, να πολεμάμε για ένα πεπρωμένο που αυτός μας υποδεικνύει- έτεινε περισότερο να θέτει την ηγεσία στο επίκεντρο του πολιτικού στοχασμού.
Αλλά στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η πολιτική επιστήμη, με τους θεωρητικούς των ελίτ (Μόσκα, Παρέτο, Μίχελς) και με τον Μαξ Βέμπερ, ανακάλυψε τη σημασία της ηγεσίας, ατομικής και συλλογικής.
Στα άτομα και στις μάζες προστέθηκαν έτσι, ως πρωταγωνιστές της πολιτικής, οι ολιγαρχίες και οι ηγέτες. Ιδιαίτερα ο Βέμπερ προσδιόρισε μεταξύ των τύπων εξουσίας, εκτός από την παραδοσιακή και τη νόμιμη, εκείνη τη χαρισματική.
Δηλαδή την ανανεωτική και επαναστατική εξουσία που πηγάζει από έναν ηγέτη εξαιτίας του ότι διαθέτει ένα εξαιρετικό προσόν (το χάρισμα) και εξαιτίας του ότι τον υπακούνε γι' αυτόν το λόγο.
Και η ιστορία του εικοστού αιώνα γνώρισε μεγάλες μορφές ηγετών· ολέθριων όπως ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Μουσολίνι, αλλά και δημοκρατικών ηγετών, όπως ο Ρούζβελτ, φιλελεύθερων όπως ο Τσόρτσιλ, εθνικιστών όπως ο Ντε Γκολ.
Και αν όχι το χάρισμα με την επαναστατική έννοια, μια προφανής προσωπική αξιοπιστία -που καθορίστηκε από την συνέπεια των προθέσεων και από τις δοκιμασίες που υπέστησαν- σημάδεψε και την ηγεσία των Ντε Γκάσπερι, Τολιάτι, Νένι και Σάραγκατ. Από αυτές τις μορφές, που ήταν ωστόσο τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, συνάγεται ότι ο ηγέτης είναι η προσωπικότητα η οποία, με μιαν ανανεωτική χειρονομία, ξέρει να ξεχωρίζει από τις ελίτ και η οποία υλοποιεί στο πρόσωπό της μια συγκεκριμένη πολιτική σύνθεση ανάμεσα στις επείγουσες ανάγκες της ιστορικής στιγμής και σε έναν ευρύτερο ορίζοντα που αυτή ανακαλύπτει και υποδεικνύει (και έτσι προμηθεύει στην κοινή εμπειρία, αν όχι «το» νόημα, τουλάχιστον ένα από τα πιθανά νοήματα).
Ο ηγέτης, με δυο λόγια, γνωρίζει να λέει «Εγώ» με τόσο δύναμη ώστε να προκαλεί τη σταθερή διαμόρφωση ενός Εμείς και επιδιώκει το δικό του προσωπικό όραμα, καθιστώντας το ένα όραμα που το συμμερίζονται πολλοί. Αλλά ο ηγέτης δεν δημιουργεί την ιστορία. Αυτός γνωρίζει μάλλον να ερμηνεύει τις κρίσεις και να δρα ως καταλύτης που ενεργοποιεί τις κοινωνικές δυνάμεις και τις θέτει σε κίνηση προς μια πιθανή κατεύθυνση.
Είναι κάποιος που συμπαρασύρει τους άλλους στη διαδικασία που εμπλέκεται και ο ίδιος και την οποία επιταχύνει.
Είναι τόσο πρωταγωνιστής του καιρού του όσο και προϊόν του καιρού του.
Είναι ένας πρακτικός οραματιστής, ο οποίος συνενώνει την ηθική της πεποίθησης με την ηθική της ευθύνης. Χρειάζεται τη συλλογικότητα όπως και η συλλογικότητα χρειάζεται τον ηγέτη.
Αυτό το μείγμα προσωπικής ερμηνείας και συλλογικού κινήματος εκδηλώνεται συνήθως στις στιγμές επείγουσας ανάγκης, στους πολέμους, στις επαναστάσεις, στις διαδικασίες διαμόρφωσης κρατών και αυτοκρατοριών. Αλλά και οι ανοικοδομήσεις, οι έξοδοι από τις κρίσεις είναι ένα έργο μεγάλων ηγετών (Ρούζβελτ και Ντε Γκάσπερι μεταξύ άλλων).
Η σχέση του ηγέτη με τον καιρό του δεν είναι όμως εγγυημένη. Υπάρχουν ηγέτες μόνο δυνητικοί, έξω από τον καιρό τους, αναχρονιστικοί και επομένως χωρίς αποτελεσματικότητα. Υπάρχουν και καιροί που γνωρίζουν κρίσεις και δυσκολίες, αλλά δεν έχουν ηγέτες που να υποδεικνύουν τη διέξοδο.
Καιροί δηλαδή -και είναι οι δικοί μας καιροί- στους οποίους οι μορφές της πολιτικής, οι θεσμοί είναι κουρασμένοι και φθαρμένοι, ενώ η ουσία της πολιτικής, η δύναμή της να πείθει και να κυριαρχεί, περνάει από αλλού και πέφτει απευθείας πάνω στη ζωή -στο σώμα και στο νου- των προσώπων.
Καιροί στους οποίους οι δυνάμεις που διαπερνούν την κοινωνία είναι τόσο υπετροφικές, ώστε φαίνεται ότι δεν μπορούν πλέον να κυβερνηθούν, και στους οποίους οι προκλήσεις, που έχουν γίνει πλανητικές, φαίνονται σαν φυσικά και όχι πολιτικά φαινόμενα.
Καιροί στους οποίους αντιδρούμε στις προκλήσεις όχι με συλλογικές δράσεις, αλλά με την αναζήτηση ατομικών ή ομαδικών δρόμων φυγής.
Καιροί στους οποίους η πολιτική έχει κατακερματιστεί σε μια μυριάδα υποθέσεων, προσδοκιών και βάσανων, που δεν απαιτούν ή δεν φαίνεται να έχουν πλέον μια δημόσια λύση.
Οι ηγέτες -στη Δύση- γίνονται επομένως πιο σπάνιοι, όχι τόσο επειδή το φυτό-άνθρωπος έπαψε να δίνει εξαίρετους καρπούς, όσο επειδή μετασχηματίστηκε η πολιτική και άλλαξαν τόσο οι βασικές της έννοιες όσο και ο τρόπος με τον οποίο τις προσλαμβάνουμε. Είναι όλο και πιο σπάνιο να υπάρξει ένα Εγώ, επειδή αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο το αίτημα η πολιτική να χρησιμεύει στο να δημιουργεί ένα Εμείς, να υποδεικνύει έναν ορίζοντα που πρέπει να φτάσουμε, μιαν ιστορία που πρέπει να πραγματώσουμε.
Στους καιρούς μας η πολιτική είναι διαχείριση του παρόντος, που την καθιστούν ενδιαφέρουσα οι «προσωπικότητες», οι ματαιόδοξοι και ανίκανοι ηγετίσκοι. Η προσωποποίηση της πολιτικής και η μετατροπή της σε θέαμα, φαινόμενα επιφανειακά, παίρνουν τη θέση της ηγεσίας, που είναι ζήτημα ουσίας.
Σε αυτούς τους καιρούς του αποπροσανατολισμού επομένως, πριν απαντήσουμε στο ερώτημα για τους ηγέτες -δηλαδή για το ποιος μας οδηγεί και προς τα πού- χρειάζεται να αναρωτηθούμε για το πού πάει εκείνος ο πολύπλοκος και μεταβαλλόμενος συνδυασμός λόγου, πειθούς, δύναμης, συμφέροντος, φαντασίας, δικαίου που αποκαλούμε πολιτική.
Χρειάζεται δηλαδή να θέσουμε το ζήτημα του μετασχηματισμού της πολιτικής. Θα γίνουν ηγέτες εκείνοι οι οποίοι, για το καλό ή για το κακό, θα κατορθώσουν να δώσουν απαντήσεις -αν είναι ακόμα δυνατές- σε αυτό το ερώτημα. Θα γίνουν ηγέτες εκείνοι οι οποίοι θα στοιχηματίσουν στους νέους δρόμους -αν υπάρχουν και αν κινητοποιούν ακόμα τους πολίτες- χάρη στους οποίους η πολιτική μπορεί ακόμα να είναι το σύνολο των διαδικασιών και των δράσεων με τις οποίες οικοδομείται ένας κοινός κόσμος.
Αυτές οι πεποιθήσεις είχαν ως αποτέλεσμα το ότι, σε σχέση με τους δημοκράτες και τους σοσιαλιστές, η δεξιά -με τη λατρεία της για τον ηγέτη ως τον ήρωα που μας αφήνει μόνο το καθήκον να πιστεύουμε, να υπακούμε, να πολεμάμε για ένα πεπρωμένο που αυτός μας υποδεικνύει- έτεινε περισότερο να θέτει την ηγεσία στο επίκεντρο του πολιτικού στοχασμού.
Αλλά στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η πολιτική επιστήμη, με τους θεωρητικούς των ελίτ (Μόσκα, Παρέτο, Μίχελς) και με τον Μαξ Βέμπερ, ανακάλυψε τη σημασία της ηγεσίας, ατομικής και συλλογικής.
Στα άτομα και στις μάζες προστέθηκαν έτσι, ως πρωταγωνιστές της πολιτικής, οι ολιγαρχίες και οι ηγέτες. Ιδιαίτερα ο Βέμπερ προσδιόρισε μεταξύ των τύπων εξουσίας, εκτός από την παραδοσιακή και τη νόμιμη, εκείνη τη χαρισματική.
Δηλαδή την ανανεωτική και επαναστατική εξουσία που πηγάζει από έναν ηγέτη εξαιτίας του ότι διαθέτει ένα εξαιρετικό προσόν (το χάρισμα) και εξαιτίας του ότι τον υπακούνε γι' αυτόν το λόγο.
Και η ιστορία του εικοστού αιώνα γνώρισε μεγάλες μορφές ηγετών· ολέθριων όπως ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Μουσολίνι, αλλά και δημοκρατικών ηγετών, όπως ο Ρούζβελτ, φιλελεύθερων όπως ο Τσόρτσιλ, εθνικιστών όπως ο Ντε Γκολ.
Και αν όχι το χάρισμα με την επαναστατική έννοια, μια προφανής προσωπική αξιοπιστία -που καθορίστηκε από την συνέπεια των προθέσεων και από τις δοκιμασίες που υπέστησαν- σημάδεψε και την ηγεσία των Ντε Γκάσπερι, Τολιάτι, Νένι και Σάραγκατ. Από αυτές τις μορφές, που ήταν ωστόσο τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, συνάγεται ότι ο ηγέτης είναι η προσωπικότητα η οποία, με μιαν ανανεωτική χειρονομία, ξέρει να ξεχωρίζει από τις ελίτ και η οποία υλοποιεί στο πρόσωπό της μια συγκεκριμένη πολιτική σύνθεση ανάμεσα στις επείγουσες ανάγκες της ιστορικής στιγμής και σε έναν ευρύτερο ορίζοντα που αυτή ανακαλύπτει και υποδεικνύει (και έτσι προμηθεύει στην κοινή εμπειρία, αν όχι «το» νόημα, τουλάχιστον ένα από τα πιθανά νοήματα).
Ο ηγέτης, με δυο λόγια, γνωρίζει να λέει «Εγώ» με τόσο δύναμη ώστε να προκαλεί τη σταθερή διαμόρφωση ενός Εμείς και επιδιώκει το δικό του προσωπικό όραμα, καθιστώντας το ένα όραμα που το συμμερίζονται πολλοί. Αλλά ο ηγέτης δεν δημιουργεί την ιστορία. Αυτός γνωρίζει μάλλον να ερμηνεύει τις κρίσεις και να δρα ως καταλύτης που ενεργοποιεί τις κοινωνικές δυνάμεις και τις θέτει σε κίνηση προς μια πιθανή κατεύθυνση.
Είναι κάποιος που συμπαρασύρει τους άλλους στη διαδικασία που εμπλέκεται και ο ίδιος και την οποία επιταχύνει.
Είναι τόσο πρωταγωνιστής του καιρού του όσο και προϊόν του καιρού του.
Είναι ένας πρακτικός οραματιστής, ο οποίος συνενώνει την ηθική της πεποίθησης με την ηθική της ευθύνης. Χρειάζεται τη συλλογικότητα όπως και η συλλογικότητα χρειάζεται τον ηγέτη.
Αυτό το μείγμα προσωπικής ερμηνείας και συλλογικού κινήματος εκδηλώνεται συνήθως στις στιγμές επείγουσας ανάγκης, στους πολέμους, στις επαναστάσεις, στις διαδικασίες διαμόρφωσης κρατών και αυτοκρατοριών. Αλλά και οι ανοικοδομήσεις, οι έξοδοι από τις κρίσεις είναι ένα έργο μεγάλων ηγετών (Ρούζβελτ και Ντε Γκάσπερι μεταξύ άλλων).
Η σχέση του ηγέτη με τον καιρό του δεν είναι όμως εγγυημένη. Υπάρχουν ηγέτες μόνο δυνητικοί, έξω από τον καιρό τους, αναχρονιστικοί και επομένως χωρίς αποτελεσματικότητα. Υπάρχουν και καιροί που γνωρίζουν κρίσεις και δυσκολίες, αλλά δεν έχουν ηγέτες που να υποδεικνύουν τη διέξοδο.
Καιροί δηλαδή -και είναι οι δικοί μας καιροί- στους οποίους οι μορφές της πολιτικής, οι θεσμοί είναι κουρασμένοι και φθαρμένοι, ενώ η ουσία της πολιτικής, η δύναμή της να πείθει και να κυριαρχεί, περνάει από αλλού και πέφτει απευθείας πάνω στη ζωή -στο σώμα και στο νου- των προσώπων.
Καιροί στους οποίους οι δυνάμεις που διαπερνούν την κοινωνία είναι τόσο υπετροφικές, ώστε φαίνεται ότι δεν μπορούν πλέον να κυβερνηθούν, και στους οποίους οι προκλήσεις, που έχουν γίνει πλανητικές, φαίνονται σαν φυσικά και όχι πολιτικά φαινόμενα.
Καιροί στους οποίους αντιδρούμε στις προκλήσεις όχι με συλλογικές δράσεις, αλλά με την αναζήτηση ατομικών ή ομαδικών δρόμων φυγής.
Καιροί στους οποίους η πολιτική έχει κατακερματιστεί σε μια μυριάδα υποθέσεων, προσδοκιών και βάσανων, που δεν απαιτούν ή δεν φαίνεται να έχουν πλέον μια δημόσια λύση.
Οι ηγέτες -στη Δύση- γίνονται επομένως πιο σπάνιοι, όχι τόσο επειδή το φυτό-άνθρωπος έπαψε να δίνει εξαίρετους καρπούς, όσο επειδή μετασχηματίστηκε η πολιτική και άλλαξαν τόσο οι βασικές της έννοιες όσο και ο τρόπος με τον οποίο τις προσλαμβάνουμε. Είναι όλο και πιο σπάνιο να υπάρξει ένα Εγώ, επειδή αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο το αίτημα η πολιτική να χρησιμεύει στο να δημιουργεί ένα Εμείς, να υποδεικνύει έναν ορίζοντα που πρέπει να φτάσουμε, μιαν ιστορία που πρέπει να πραγματώσουμε.
Στους καιρούς μας η πολιτική είναι διαχείριση του παρόντος, που την καθιστούν ενδιαφέρουσα οι «προσωπικότητες», οι ματαιόδοξοι και ανίκανοι ηγετίσκοι. Η προσωποποίηση της πολιτικής και η μετατροπή της σε θέαμα, φαινόμενα επιφανειακά, παίρνουν τη θέση της ηγεσίας, που είναι ζήτημα ουσίας.
Σε αυτούς τους καιρούς του αποπροσανατολισμού επομένως, πριν απαντήσουμε στο ερώτημα για τους ηγέτες -δηλαδή για το ποιος μας οδηγεί και προς τα πού- χρειάζεται να αναρωτηθούμε για το πού πάει εκείνος ο πολύπλοκος και μεταβαλλόμενος συνδυασμός λόγου, πειθούς, δύναμης, συμφέροντος, φαντασίας, δικαίου που αποκαλούμε πολιτική.
Χρειάζεται δηλαδή να θέσουμε το ζήτημα του μετασχηματισμού της πολιτικής. Θα γίνουν ηγέτες εκείνοι οι οποίοι, για το καλό ή για το κακό, θα κατορθώσουν να δώσουν απαντήσεις -αν είναι ακόμα δυνατές- σε αυτό το ερώτημα. Θα γίνουν ηγέτες εκείνοι οι οποίοι θα στοιχηματίσουν στους νέους δρόμους -αν υπάρχουν και αν κινητοποιούν ακόμα τους πολίτες- χάρη στους οποίους η πολιτική μπορεί ακόμα να είναι το σύνολο των διαδικασιών και των δράσεων με τις οποίες οικοδομείται ένας κοινός κόσμος.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)