Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Και άμα ξεμεθύσω ...σας λέω και γκουντμπάι

Τελευταία προεκλογική εβδομάδα, τι γράφουμε; Μα για τις εκλογές... ασφαλώς.

Το πάλεψα συχωριανοί, μάρτυς μου ο ...υπολογιστής μου πόσο το πάλεψα...ε, δεν μου βγαίνει... Είναι τόσο έντονο το déjà vu, το έχω φάει τόσες φορές αυτό το ξερογκαργκανιασμένο, λιγδιασμένο, άνοστο πιάτο, που ΔΕΝ...
Ένα φαγητό που έχει μπαινοβγεί δεκάδες φορές στους κομματικούς φούρνους μικροκυμάτων, που ότι μυρωδικό και να του προσθέσουν, με ότι σάλτσα και να το περιλούσουν, σε ότι πιάτο και να το σερβίρουν, ...αυτή η γεύση του ένδοξου βαλκανικού μεν, ξεθυμασμένου δε, τζατζικιού θα πλημμυρίζει τις αισθήσεις μου.

Η πολιτική λένε...είναι συναίσθημα, είναι έρωτας, είναι πάθος. Και ναι, ΠΡΕΠΕΙ να ερωτευτώ. Να προλάβω να παθιαστώ σε 5 μέρες... Ζόρικο δεν λέω, αλλά ...

Αλλά εγώ τον λατρεύω τον έρωτα, μόνο ερωτευμένη μπορώ να ξεπεράσω την επιβίωση και να ακουμπήσω τη ζωή. Και ναι... τον γουστάρω τρελά τον έρωτα, με φτιάχνει, με απογειώνει, και έτσι για τα ...ζόρικα, για τα άνοστα, για τα θλιβερά, έχω και εγώ τις καβάτζες μου. Τι να κάνω; Παίρνω και εγώ τα γιατρικά μου για να τον φτάσω το θεό...

Το ερωτεύτηκα, εκεί γύρω στα δεκαοχτώ. Γνωριστήκαμε σε τραπέζι με λαδόκολλα, στα κουτουκάκια μιας πόλης ξένης, αλλά τόσο τρυφερής μαζί μου. Συνόδευε πράγματα πρωτόγνωρα τότε για μένα.
Βλέμματα συντροφικά, χέρια ερωτικά, όνειρα, που το ΘΕΛΩ τους ήταν απείρως ισχυρότερο από το ...μπορώ τους. Κι όλα αυτά να τυλίγονται στη μουσική από το κασετόφωνο του ταβερνιάρη που μασάει την κασέτα στο ...καλύτερο. Εκεί στο λυγμό της Σωτηρίας, εκεί στο ταξίμι του Σπόρου, εκεί στο ακόρντο του Κουλαξίζη. Και όχι, δεν μου γνώρισε με μιας το πιο γοητευτικό του πρόσωπο. Αυτό, ήρθε αργότερα...

Και με συντρόφεψε. Με συντρόφεψε στη Χαρά, με συντρόφεψε στη Λύπη, με συντρόφεψε στην Έγνοια, με συντρόφεψε στο Φόβο, με συντρόφεψε στον Έρωτα, με συντρόφεψε στο Πάθος, με συντρόφεψε στην Απόφαση, με συντρόφεψε στην Απελπισία, με συντρόφεψε στην Ευτυχία, με συντρόφεψε όταν έφαγα χώμα, με συντρόφεψε όταν έπιασα ουρανό...

Και με μάγεψε. Με μάγεψε ο μύθος του, με μάγεψε η ιστορία του, με μάγεψε ο συμβολισμός του, με μάγεψε ο θρύλος του.

Και με ταξίδεψε. Με ταξίδεψε ονειρικά, γλυκά, τρυφερά, ηδονικά, στην αγκαλιά του, στο ...σώμα του, γκρεμίζοντας τα φράγματα που οι άνθρωποι, τα μάτια, τα λόγια, τα κορμιά, οι τόποι, οι χρόνοι και οι καιροί έχτιζαν ασφυκτικά κάθε φορά γύρω μου. Ο απόλυτος Άντρας.
Το πιο Αρσενικό, από τα αρσενικά. Ο πιο Άντρας από τους άντρες.

Γιατί είναι Άντρας το Κρασί. Γιατί το Κρασί κάνει, όσα του πρέπουνε, κι όσα μπορεί να κάνει ένας Αντρας.

Η μάννα Γη, έπλασε το στάρι για Γυναίκα. Το ψωμί που θα θρέψει, θα χορτάσει, θα προσφέρει την ΕΠΙΒΙΩΣΗ. Το σώμα.
Η μάννα Γη, έπλασε το αμπέλι για Άντρα. Το κρασί, που θα πλύνει τις πληγές, που θα αμφισβητήσει τις «εξουσίες», που θα ενώσει τα κορμιά στο γάμο, που θα συντροφέψει στο θάνατο, που θα προσφέρει τη ΖΩΗ. Το αίμα.

Σε εσένα λοιπόν κρασί, σε εσένα ...Άντρα, αφήνομαι και πάλι. Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με στα χέρια σου, κάνε με να ερωτευτώ μέχρι την ερχόμενη Κυριακή, κάνε με να ΝΟΙΩΣΩ μέχρι τις εκλογές, γιάτρεψε με από τις πληγές, ξεθύμανε τις βάρβαρες, χυδαίες μνήμες, δώσε μου λίγο ουρανό... και εγώ θα το παλέψω... Ναι, θα τα παλέψω... Στο κρασί που πίνω...

Υ.Γ. Sommelier, να σαι καλά, που μου έδειξες το δρόμο για την μαγική σπηλιά. Τα ελιξίρια πάθους που παρήγγειλα από το Σπίτι του Κρασιού μόλις έφτασαν, ελπίζω να κάνουν το θαύμα τους γρήγορα. Όπως καταλαβαίνεις, δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Κάτι λιγότερο από πέντε μέρες...




Πάμε Σωτηρία, πάμε Νικόλα Ασιμε, γιατί μόλις ξεμεθύσω σας λέω και ...γκουντμπάι

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

A sip of wine, a cigarette... and then it's time to go . . .

Το κορμί στυλιζαρισμένο. Η πλάτη ίσια, άκαμπτη, ίσα να αγγίζει τον καναπέ, αλλά να μην αφήνεται να χαλαρώσει στην δερμάτινη αγκαλιά του. Τα χέρια αδέξια, να προσπαθούν να απασχοληθούν με το άναμμα ενός τσιγάρου. Τα μάτια να μην βρίσκουν το μονοπάτι της συνάντησης με τα δικά της. Το βλέμμα του καρφωμένο στο σημάδι του κραγιόν πάνω στα χείλη του ποτηριού της.

Θέλει πολύ άλλο ένα ποτήρι. Άλλο ένα ποτήρι από αυτό το υπέροχο κόκκινο, κόκκινο, στο ...αίμα του ταύρου- κρασί, έχει μεγάλη ανάγκη να καταπιεί γρήγορα, άγρια, βάναυσα ότι απέμεινε στο ποτήρι του και μετά να το ...ξαναγεμίσει.
Ξέρει ότι δεν μπορεί, ο χρόνος πια μετράει αντίστροφα, όταν τελειώσει τις λίγες σταγόνες που απέμειναν, πρέπει να σηκωθεί, και να την αποχαιρετήσει. Το φέρνει μέχρι την μύτη, ίσα το αγγίζει στα χείλη του και μετά το ακουμπάει πάνω στο τραπέζι, εκεί δίπλα από την καράφα που αναπαύεται το κρασί που περιμένει τον επόμενο να το γευτεί. Ρισκάρει ένα βλέμμα της.... Τα μάτια της δεν πια έχουν βάθος, στην ίριδα τους δεν ζωγραφίζεται πια η αναμονή της ηδονής, ίσως μόνο ανία, ίσως πάλι κάποια βιασύνη για την σκηνή του αποχωρισμού.

Το ξεκίνημα της κίνησης του διστακτικό, και μετά αποφασιστικό. Απλώνει το χέρι του στην καράφα, την αδράχνει... Απλώνει το δικό της, καλύπτει το στόμιο, αλλά όχι πια τρυφερά, όχι πια ηδονικά. Εκνευρισμένα, βίαια.

-Πρέπει να φύγεις, είναι πια αργά...
-Ένα ποτήρι ακόμα, ένα μικρό, μόνο λίγο...
-Για το δρόμο; τον προκαλεί ειρωνικά.
Κλείνει τα μάτια του, ηδονικές εικόνες ορμάνε, ξεχύνονται, από κάθε κύτταρο του, τον κατακλύζουν, τον πνίγουν στην θύμηση τους. Δεν θέλει, δεν αντέχει να την χάσει. Δεν αντέχει τις εικόνες της που έχει κρατήσει η μνήμη του, το κορμί του, τα χέρια του, οι αισθήσεις του. Δεν αντέχει όμως πια και την εικόνα της, εκεί απέναντι του, να βιάζεται να τον ξεπροβοδίσει...
Σκύβει να της πιάσει το χέρι, αυτό το λεπτό αλλά τόσο στιβαρό χέρι που το γνωρίζει τόσο καλά. Τον αφήνει... Αναθαρρεύει, θα κάνω τα πάντα για σένα είναι έτοιμος να της ψιθυρίσει στο αυτί.
Τον σταματάει. Πρέπει να φύγεις τώρα. Αντίο.

Σηκώνεται βαρύθυμα. Ξέρει ότι ο χειρότερος φόβος δεν είναι ο αποχωρισμός, αλλά ...ο φόβος του αποχωρισμού. Να τελειώνει. Μαζεύει τα τσιγάρα του, πίνει βιαστικά την τελευταία γουλιά από το ...αίμα του ταύρου, και σηκώνεται. Στέκεται μπροστά της και προσπαθεί να βρει το βλέμμα της. Απλώνει το χέρι του να χαϊδέψει τα φλογάτα μαλλιά της ...αλλά το μετανιώνει. Σηκώνει με τα δάχτυλα του το πηγούνι της, την αναγκάζει να τον κοιτάξει κατάματα και χάνεται για κλάσματα δευτερολέπτου στους ανταριασμένους ωκεανούς των ματιών της.
-Θα ξανάρθω, θα με περιμένεις;
Αυτή χαμογελάει. Χαμόγελο αυταρέσκειας, κι όπως όλα τα ...αυτάρεσκα χαμόγελα ούτε αυτό δεν φτάνει στα μάτια. Μένει ζωγραφισμένο, ξεκρέμαστο θαρρείς στα γεμάτα, σαρκώδη χείλη. Σε αυτά τα κατακόκκινα βαμμένα χείλη, που έχουν αφήσει το αποτύπωμα τους στο ποτήρι της, στο πουκάμισο του, στη ζωή του, στο παρελθόν και στο... μέλλον του.
-Δεν συνηθίζω να περιμένω παρά μόνο τον κατακτητή μου. Το ξέρεις.
-Πουτάνα
Σηκώνεται όρθια, είναι πια πολύ πιο ψηλή από αυτόν, το στήθος της που πάλλεται διακρίνεται έντονα μέσα από το κόκκινο φόρεμα της. Κόκκινο, όπως τα χείλη της, κόκκινο, όπως το σημάδι στο ποτήρι, κόκκινο όπως το κρασί στην καράφα.
-Ήσουν ένας ακόμα εραστής, ένας από τους πολλούς που πέρασαν, ένας από τους πολλούς που θα έρθουν. Εμένα με ρώτησε κανείς τι καρτεράω, τι αναζητάω, τι ποθώ; Να σου πω λοιπόν εγώ. Αναζητώ αυτόν που θα με κατακτήσει. Εσύ δεν ήξερες καν το λόγο για να με υποτάξεις. Αντίο λοιπόν ...Ηγέτη
- Αντίο Εξουσία.

Ο Ηγέτης, βγαίνει στον βραδινό, κρύο, καθαρό αέρα. Τα ραδιόφωνα, οι τηλεοράσεις, ο κόσμος, ο κόσμος του, συζητούν αναλύουν, φωνάζουν και ψιθυρίζουν νούμερα σκληρά, λέξεις που τον τσακίζουν, φράσεις που περιγράφουν τον χωρισμό του από ...Εκείνη. Από κάπου μακριά ακούγεται ο λυγμός του Cohen.
I'm what I am, and what I am,
Is back on Boogie Street
.


Leonard Cohen - Boogie Street
Found at bee mp3 search engine


Τυλίγεται με το παλτό του, ψάχνει τα τσιγάρα του, ανάβει ένα και ο πικρός καπνός ανακατεύεται στο στόμα του με την στυφή τελευταία γουλιά του κρασιού.
A sip of wine, a cigarette... and then it's time to go . . .

Μόνη της πια η Εξουσία, βάζει λίγο ακόμα κρασί στο ποτήρι της. Κουρασμένη ...μαινάδα μαγνητίζεται από τις λαμπερές κόκκινες ανταύγειες του κρασιού, το κόκκινο ...αίμα του ταύρου, και το πίνει μονορούφι. Κλείνει τα μάτια και κουρνιάζει σαν έμβρυο, κουλουριάζεται σαν φίδι, περιμένοντας τον νέο Ηγέτη που θα πιει, θα ρουφήξει, την ηδονή της.


Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Ηρωικά και εφήμερα

-Είμαι ήδη πολύ ηλικιωμένος για αυτό το χώρο.
-Ηλικιωμένος στα 42 σου χρόνια, ρώτησα έκπληκτη
-Απόλυτα ηλικιωμένος, μετά από λίγα χρόνια σε αυτή την δουλειά, το καις… 5 χρόνια μπορείς να κάνεις αυτή την δουλειά, άντε στην Ελλάδα που όλα εχουν την μισή ταχυτητα 10, μετά τέλειωσες, ανακυκλώνεσαι, γυρίζεις γύρω γύρω στα ίδια σου τα όρια, στερεύεις...

Όχι, η συζητηση δεν ήταν με φωτομοντέλο. Όχι, ούτε με ποδοσφαιριστή. Η κουβέντα ήταν με φίλο διαφημιστή.

Λατρεύω την διαφήμιση, θεωρώ απόλυτα χαρισματικούς τους ανθρώπους που με μια φράση, ένα σύνθημα, μια αφίσα, ένα σποτάκι ενός λεπτού καταφέρνουν να επικοινωνήσουν τόσα πολλά. Να ξεδιπλώσουν μια ιστορία. Αυτή η αδιανόητη οικονομία, χώρου και χρόνου. Μια εικόνα που πρέπει να σε κάνει να φωνάζεις... «το χρειάζομαι».... «το θέλω»...«θα πεθάνω αν δεν το έχω». Αυτό το τόσο ίδιο με αυτό που έχεις, με αυτό που συνηθίζεις να έχεις, αλλά που πρέπει να φαντάζει... τόσο άλλο, τόσο διαφορετικό.

Διαφήμιση, η πιο εφήμερη τέχνη... η μαγεία του να σε πείσει ότι ...το χρειάζεσαι. Η δημιουργία, το ξύπνημα της ανάγκης.
Να απευθύνεται σε όσο πιο ευρύ κοινό, να περνάει υπόγεια πράγματα, να είναι ευχάριστη ή να κινδυνολογεί, εύπεπτη ή ακατανόητη, να μετράει άμεσα επιτυχία και αποτυχία, να βλέπει το ίδιο πράγμα από 10 διαφορετικές σκοπιές και οπτικές. Να περνάει στην καθημερινή γλώσσα, καινούργιες ατάκες, νέα γλώσσα, γέλιο, συγκίνηση, αφύπνιση, και να χάνεται σε 2 μήνες.
Ήρωες καλλιτέχνες. Παραγνωρισμένοι καλλιτέχνες.

-Τι θα έκανες αν είχες αναλάβει την διαφημιστική καμπάνια του ΠΑΣΟΚ τον ρωτάω στο δεύτερο ποτηράκι;
- Τι δεν μπορεί να πουλήσει αυτή τη στιγμή το ΠΑΣΟΚ μου λέει;
-Ελπίδα ίσως; Ο κόσμος θεωρεί πια τελειωμένο, αναξιόπιστο το πολιτικό σκηνικό
-Κολοκύθια. Αυτά είναι κουβέντες του κώλου για μένα. Ο κόσμος είναι καταδικασμένος να ελπίσει. Αν κάποιος είναι στριμωγμένος αυτός είναι ο ...κόσμος, δεν είναι η Ν.Δ. ή ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος, δεν έχει διέξοδο, τα Κόμματα έχουν. Αυτό που λείπει από το ΠΑΣΟΚ, είναι να δώσει στο κόσμο κέφι, ρυθμό, όρεξη, αισιοδοξία, συμμετοχή. Το επικεντρο να ειναι ο κόσμος και όχι το Κομμα. Να φωνάζει ο κοσμος το Κομμα να κυβερνησει και όχι να καλει το Κομμα τον κοσμο στην κάλπη. Κοίτα πως σέρνουν οι δημοσιογράφοι τους πολιτικούς αρχηγούς. Κοιτα πως τους απαξιώνουν πριν βγουν καν στο γηπεδο. Γυμνοι να έβγαιναν, παρτουζα να έκαναν, χαμένοι είναι. Θα δούμε το debate, όχι για να δούμε το έργο, αλλά για να καταλάβουμε την ...κριτική των ...«αναλυτών» μετά.
-Δηλαδή τι θα έκανες εσύ;
- Κάτι πολύ απλό, ένα κεφάτο τραγούδι, με ένα ρυθμό που δεν θα ξεκολλούσε από τα αυτιά σου, ένα μόνο, τραγούδι, που θα έπαιζε παντου, που θαθελες να το βάλεις ringtone στο κινητό σου, το πρωί στο ξυπνητηρι σου, που θα τσακωνες τον εαυτο σου να το σιγοτραγουδάει, ότι και να αποφασιζες να ψηφισεις, που θα βουιζε στα αυτιά σου, ακομα και την ώρα που θα ήσουν στην κάλπη να ψηφισεις ότι άλλο..
Ανοιγει το κινητό του, ψάχνει σε αυτά με ετικέτα... «ζηλεύω» και μου δειχνει....





Ξεκινάω να βλέπω βαριεστημένα, ειμαι ήδη στο τρίτο...και... μυριζω Ιταλία, μυριζω κέφι, μυριζω χαρά μυρίζω τη χαρά της πολιτικής
Πατάει το pause sto 0.52, η απόλυτη μαύρη διαφήμιση για τον Silvio και το γλυκό μυστικό της ζωής...αλλά λες ...το είδα;;;). και όλα αυτά μέσα σε 3, 5 λεπτά...


Εγώ πάλι...σήμερα το πρωί, σιγοτραγουδάω... I’m PD. Κι ας ήταν ο Veltroni…μια από τα ίδια... Άλλωστε... το μέσο είναι πια το μήνυμα. Τουλάχιστον, ας απολαύσουμε. ...το μέσο...

Για να μην πουμε κιόλας ότι εμεις την πληρώνουμε την πολιτική διαφημιση... οπότε, ας φχαριστηθούμε ρε παιδιά τουλάχιστον το ...κόντρα λούσιμο.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Ω, τι κόσμος ...μπαμπά

Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, με φίλους και κρασιά, με συνεργάτες και καφέδες, οι ίδιες κουβέντες... Εκλογοσυζητησεις, ότι άλλο λες και φαντάζει παράταιρο.
Τώρα αν σας πω ότι η κόρη μου με ρωτησε, «μαμά ειναι καλός ο Σημίτης;» Και πέστε μου τώρα εσείς, τι να απαντησω; Αντιπαιδαγωγικό δεν είναι να τα αγριεύεις τα παιδιά;
Άντε πάλι να ξαναδούμε μια ταινία που την έχουμε δει, τόσες φορές, την έχουμε αποστηθίσει, ξέρουμε πια τις σκηνές, τις ατάκες απέξω, κομπάρσοι εμείς, παλιάς ελληνικής ταινίας. Να σαν και εκείνη την ξανθιά μεσόκοπη κυριούλα με το λάχανο στο κεφάλι και το μαύρο κοκτέιλ φόρεμα, ντεκόρ σε όλες τις ελληνικές ταινίες στην αιώνια σκηνή στα μπουζούκια, στο διπλανό από το τραπέζι του Αυλωνίτη, του Σταυρίδη, του Γκιωνάκη, του Βουτσά....

Αλλά, άντε βρε, τα κόμματα, κατάλαβαν ότι αρχίσαμε να πλήττουμε και έριξαν στη μάχη τις...νέες εφεδρείες.
Πόσες φορές να δεις πια το «ρετιρέ»;; Ε, το «ρετιρέ» έχουμε σου λένε, αυτό θα δεις, αλλά εντάξει, άντε βρε ψηφοφόρε θα σου το ανανεώσουμε το καστ. Και, νέες φατσουλες, κλασικοί τσιχλομαγκες με τζελ, και τσουλούφι στέμμα, γκομενιτσες του κομματικού σωλήνα, με σεμνό ταγιέρ, και φούστα μπλούζα σε φωσφωριζέ αποχρώσεις, που μόλις τους πετυχεις να μιλάνε, μόλις το ανοίξουν το ρημαδι το στομα, ψάχνεις το τηλέφωνο του Φουστανου να τον συγχαρείς. Λες δεν μπορεί αυτοί είναι γύρω στα 80, και η πλαστική χειρουργική έχει κάνει θαύματα.

Παναγία μου, τι κλισεδούρα, τι λιβάνισμα, τι κασέτα. Στο δεκάλεπτο αρχίζεις και φωνάζεις ...φέρτε μου πίσω την Παπακώστα μου, φερτε μου πίσω την Μαριλιζα.

Α, ειπα Μαριλιζα...και σας παρακαλώ... κ. Τσουκάτο μου, δωστε καλε 200-300 ευρώ απο το ταμείο να πάρει η γυναίκα ένα δεύτερο σακάκι να έχει να συναλλάζει. Φωτιές στην Πάρνηθα, φωτιές στη Πελοπόννησο, συνέδρια, εσωκομματικές εκλογές, εκλογές 2007, ευρωεκλογές 2009, φωτιές στο Γραμματικό, εκλογές 2009... καλέ με εγχείρηση θα της το βγάλουν στο τέλος της γυναίκας αυτό το ροζ-φούξια σακάκι. Έλεος!!!! Στοιχειώδη πια σεβασμό στον ψηφοφόρο τηλεθεατή.

Οι ...νέοι υποψηφιοι, λοιπόν... τι να πω...ευαίσθητοι, τρυφεροί, ζωηροί -σου λέει οι αγελαδοτρόφοι αγριεύτηκαν, α, μην ξεχάσω τον ...καινοτόμο λόγο... Καλέ ακόμα και ο Παπαληγουρας, ναι βρε ο Υπουργός- ναι.. σας λέω, μην κοιτάς που δεν του φαινεται, και τώρα Υπουργός είναι ο Παπαληγουρας, που όταν τον βλέπεις στα παράθυρα θες να βάλεις μια φωνή στην Τρέμη «βάλτου καλέ μια καρέκλα στο πλάι του χριστιανού, κοιμάται, θα πέσει»- μπροστά τους φαντάζει Τσε Γκεβάρα.

Διαβάζοντας λοιπόν σημeρα για το νέο talk of the country, ειδα και τους γιους και τις θυγατερες των παλαιών πολιτικών, αυτων που οι γονοι τους εχουν κατακλυσει τα ψηφοδέλτια ...της ανανεωσης. Τι γιοι, τι κορες, τι ανεψουδια, όλα τα ...μωρά στην πιστα.

Αυτά λενε βέβαια ότι ειναι μωρα, αυτοι λένε ότι ειναι οι..νέοι... οι περισσότεροι εχουν τριανταρισει προ πολλου, αλλά τα ...παιδιά φταινε; Τα ...παιδιά τι να κάνουν; Περίμεναν να ξεκατσικωθουν τα σάψαλα απο την βουλευτική καρέκλα και την βουλευτική ...επιχείρηση.

Ακόμα και ο ...Αχ. σου λέει «δεν ολοκλήρωσα το πολιτικό μου έργο». Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, εσένα περιμένει να σε σταυρώσει μονο ο Αρχάγγελος πια, άλλο κουστούμι πρέπει να ράψεις τώρα, βρε θειε στα 80 δεν ....ολοκληρώνεις εύκολα, το λεει και ο Ασκητής, μην το παλεύεις. Όχι....θα ολοκληρώσω σου λέει. Αστον κι αυτόν να ολοκληρώσει, να πάει στο διάολο.

Μην σας φάει η περιέργεια και αρχίζετε να γκουγλάρετε τις σελίδες των γόνων για σπουδές και επαγγελματικά επιτεύγματα. Τζάμπα κόπος Το μόνο τυπικό προσόν τους είναι ότι είναι οι γιοι και οι κόρες των πατεράδων τους. Τα άλλα προσόντα τους...θα τα ανακαλύψουμε ...στην μακριά πορεία του χρόνου. Καλά να μας έχει βρε, ο Αγιος Προστατης αυτου του τόπου, και τα εγγόνια τους θα νταχτιρισουμε. Αλλά τουλάχιστον περιμενες βρε τριανταρη ...plus να φυγει ο μπαμπάς απο την καρεκλα, δεν έκανες και κάτι ...να περάσει η ώρα βρε αδερφέ... Πληγές έκανες από το ξύσιμο τόσα χρόνια μανάρι μου....

Συχωριανοί μου, η κοινωνία μας εκσυγχρονίζεται. Πάει πια η εποχή που ο πατέρας έκανε το πανωσηκωμα να το δώσει προίκα στην κορούλα (αχ Παυλίδη μου, αδικοχαμένος πηγες), έπαιρνε που λέτε δάνειο ο έρημος ο πατέρας, πουλαγε και εκεινο το χωραφάκι που ειχε στην Περα Παναγιά, να κάνει το μαγαζάκι στον κανακάρη, φύλαγε κατουρημένες ποδιές να τρυπώσει σε μια θεσούλα ...το παιδί. Αλλά και η προίκα εκσυγχρονίζεται.. Ο μπαμπάς δίνει προίκα στο ...παιδί, τις ψήφους του, τις ψηφους μας, ο μπαμπάς και η μαμά, τους δίνουν προίκα εμάς.

Δεν μου λες μπάρμπα, να βάλω φιόγκο στα μαλλιά ή θα με πάρει ο κανακάρης σου προίκα, με το πλύνε-βάλε μου;

Υ.Γ. Αυτά βλέπει ο Αλέξης... άλλο «παιδί» και αυτό, και ζηλεύει και πικραίνεται. Ο μπαμπάς του, ναι καλέ, ο ...λέγε με Αλέκο, μέσα από τη κωλοτσεπη του το πήρε το ζιργκόν. Α, ναι μπριγιάν δεν το έλεγες εκείνο το δαχτυλίδι... Πηραν άλλοι μπριγιάν.... και γκρινιαζαν ότι ειναι και θολά. Αυτός ο κακομοιρης... τι πηρε; "θα αποκτησει κάποτε αξία" του είπε, ο μπαμπάς.
Τελος πάντων, δεν είναι παιδί τώρα αυτό; Είναι παιδαγωγικά σωστό αυτό που έκανες μπαμπά Αλέκο; Μέχρι ο Πάντζας βρε, το περιγελάει το παιδί και του λεει ειμαι και εγώ αρχηγός. Καλέ ναι, είναι και ο Πάντζας ...συνιστώσα.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

"Τίποτε δεν συμβαίνει, κανείς δεν έρχεται, κανείς δεν φεύγει"


Με πήρατε για τον Γκοντό, ποιος είναι ο Γκοντό, ρωτάει ο Πότζο…
Ένας …γνωστός μας, του απαντάει ο Βλαδίμηρος
Ούτε καν που τον ξέρουμε, απαντάει ο Εστραγκόν
Και συμπληρώνει ο Βλαδίμηρος… εντάξει... δεν τον ξέρουμε και τόσο καλά... αλλά εν πάση περιπτώσει...

Οι δύο αλήτες, ότι απέμεινε από μια κοινωνία που κατέρρευσε, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, περιμένουν τον μυστηριώδη κύριο, τον άνθρωπο που γνωρίζουν και δεν γνωρίζουν, να έρθει από στιγμή σε στιγμή. Παραμένουν και περιμένουν, τσακώνονται, περιφέρονται άσκοπα, αδρανούν απαθείς και …περιμένουν. Υπάρχουν γιατί …έτυχε να υπάρχουν Οι άλλοι, ο κόσμος δεν τους αφορά, είναι αποκλεισμένοι από την ζωή, αψηφούν την καθημερινότητα, βιώνουν την παραλυσία της απάθειας τους, μιλούν και …περιμένουν. Με αριστοκρατική σοβαρότητα, κινούνται άσκοπα σε έναν ομοιόμορφο απέραντο κόσμο, που «τίποτε δεν συμβαίνει, κανείς δεν έρχεται, κανείς δεν φεύγει» Αλλά ο Γκοντό, «που σήμερα δεν ήρθε, αύριο θα έρθει οπωσδήποτε»

Ποιος να είναι αυτός ο Godot… οι εκατοντάδες κριτικοί του Μπέκετ, είπαν ότι ο Μπεκετ ‘έπαιξε’ με το God-ot. Ένας Θεός, με γαλλική κατάληξη. «Άλλωστε τι να περιμένεις από έναν Ιρλανδό που γράφει στα γαλλικά;». Ο Μπέκετ όμως , επέμενε πάντα… δεν ξέρω ποιος είναι ο Godot, απαντούσε. Εμείς, όμως ξέρουμε πια…

Ο Βλαδίμηρος κι ο Εσταγκόν αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν… μα δεν έχουν καν μέσο για να το κάνουν. Ακόμα και για το τέλος, πρέπει να διαθέτεις το μέσον, το όπλο, τον τρόπο να το κάνεις. Δεν έχουν παρά ένα δέντρο και μια ζώνη. Μια ζώνη που είναι όμως κοντή, δεν φτάνει… Αποτυγχάνουν και σε αυτό.

Πάμε να φύγουμε απόψε, ας κρεμαστούμε αύριο, λέει ο Βλαδίμηρος…
Κι αν έρθει ο κ. Godot, ρωτάει ο Εστραγκόν
Ε, τότε θα σωθούμε, απαντάει ο Βλαδίμηρος.
Ε, άντε να φύγουμε…

Και δεν φεύγουν, παραμένουν εκεί…

Και τι σημασία έχει ποιος είναι; Ο Godot είναι το σύμβολο του σταθερά απόντος μας, το σύμβολο του αιωνίως αναμενόμενου μας, το ζητούμενο για να μην κάνουμε τίποτα, για να ΜΗΝ είμαστε εμείς υπεύθυνοι, για να είμαστε αιώνια ανεύθυνοι, για να είμαστε πάντα επικριτικοί, για να είμαστε πάντα …οι άλλοι.
Ο Godot, δεν θα έρθει ποτέ. Ο Godot είναι η δικαιολογία των μισο-παλιατσων, μισο-θυμάτων, των μισο-θυτών, αυτών των χωρίς ταυτότητα ανθρώπων, αυτών των χωρίς ΘΕΛΩ ερειπίων, που μιλούν διαρκώς χωρίς να έχουν να πουν τίποτα. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, είναι ο καθένας μας, είμαστε εμεις, νεοέλληνες, που …μεγαλουργούν παίζοντας στην φωτισμένη σκηνή μας, την ελεγεία της απάθειας μας.

Καημένε Μπέκετ, δεν είδες την πρώτη παράσταση του αριστουργήματος σου και δεν ζεις για να δεις και την δική μας παράσταση, ίσως την καλύτερη από όλες… 11.000.000 Βλαδιμηροι και Εστραγκόν, που η μόνη τους συντροφιά είναι… μια ζώνη, κι αυτή …κοντή.


Τιποτένιοι πολίτες που τους πρέπει για …Αρχηγός ο κ. Κανένας. Ο κ. Κανένας, με την μορφή του Καραμανλή, του Παπανδρέου, κληρονόμοι των μεγάλων τσιφλικιών, των τριφατσων μαγαζιών, ή ακομα χειροτερα και από αυτους, των διαφόρων μισο-παλιατσων, μισο-θυμάτων, μισο-θυτών, που διεκδικούν κι αυτοί μια γωνίτσα, να μια μικρή, μιαρή γωνίτσα, στο κάδρο της «πολιτικής» σκηνής.


Τιποτένιοι πολίτες, θύτες και θύματα, ταυτόχρονα, που τους πρέπει ο δήμαρχος, ο νομάρχης, ο εργατοπατέρας, ο βουλευτής, ο δάσκαλος, ο δικαστής, η δημόσια διοίκηση, ο δήμιος που έχουν. Που τους πρέπει… ο κ. Godot. Και αυτόν θα περιμένουν για πάντα…. Στην χώρα, στον άνυδρο τουτο τόπο, που «τίποτε δεν συμβαίνει, κανείς δεν έρχεται, κανείς δεν φεύγει»