Ονειρεύτηκα...
Ονειρεύτηκα λέει ότι οι λιμενεργάτες και οι διοικητικοί υπάλληλοι του Νέου Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων της Cosco, όλοι αυτοί οι νέοι είλωτες του 21ου αιώνα, αυτοί οι πολίτες της ...Νέας Πατρίδας, δεν πήγαν μια μέρα στη δουλειά. Εκείνο λέει το πρωί, έβαλαν ένα άσπρο πουκάμισο, πήραν το μετρό, το λεωφορείο, το τραμ, καλημερίστηκαν με τους οδηγούς και πήγαν στο ραντεβού που είχαν δώσει από βραδύς. Στην Μιχαλακοπούλου. Μιχαλακοπούλου 80.
Και εκεί βρήκαν εκείνους τους φτωχοπρόδρομους του μπουδέλου, και τους είπαν... ελάτε μαζί μας. Στις πουτάνες δεν μίλησαν, δεν απηύθυναν καν το λόγο. Άλλωστε πια κανείς δεν ήθελε να αγοράσει τα πλαστικά κάλλη τους. Ένα λεπτό είπαν οι ...απολυμένοι του ...Βήματος, να βρούμε ένα άσπρο πουκάμισο.
Και εκείνη τη μέρα λέει, δεν πήγαν στη δουλειά και οι Νέες Κούνεβα, αλλά φόρεσαν και αυτές ένα άσπρο πουκάμισο για να πάνε στο ραντεβού που είχαν δώσει απο βραδύς . Αυτές οι ...Κούνεβα, που αντικατέστησαν τις υπάλληλους καθαρίστριες του δημοσίου, γιατί μαθές το μισθολογικό κόστος του δημοσίου ήταν μεγάλο. Αλλά κανένα ανδρείκελο δεν τόλμησε ποτέ να δημοσιοποιήσει πόσο περισσότερο στοιχίζουν στο Κράτος τα ΧΡΥΣΑ συμβόλαια που κλείνει με τους ιδιοκτήτες των συνεργείων καθαρισμού. Αυτές είχαν ραντεβού στο Φάληρο, εκεί στην Εθνάρχου Μακαρίου. Ένα λεπτό να βρούμε ένα άσπρο πουκάμισο, είπαν οι εργαζόμενοι στο Sky.
Και μετά ...
Και μετά...
Και μετά...
Εργαζόμενοι πέταγαν λέει τις νέες στολές εργασίας τα σκουρόχρωμα ταγιέρ, και τα κοστούμια και έμεναν με το άσπρο πουκάμισο. Συναντιόνταν στα γραφεία του Έθνους, του MEGA, του ALTER, του Αntenna, και όλοι με άσπρα πουκάμισα να πηγαίνουν ...παντού.
Και ξαφνικά να γεμίζουν τα μικρά εμπορικά, που δεν φτιάχνουν πια βιτρίνες γιατί οι ψεύτικες κούκλες δεν φορούν πια ρούχα, είναι γυμνές, καλυμμένες από τεράστιες πινακίδες που γράφουν «ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ- ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ». Να γεμίζουν λέει τα μικρά εμπορικά, από εργαζόμενους που ζητούν να αγοράσουν ένα άσπρο πουκάμισο. Όσο, όσο...
Και οι μικρέμποροι, να παρατάνε τις σκονισμένες ταμειακές μηχανές τους και χώνονται στις αποθήκες τους, να βγάζουν ότι άσπρο πουκάμισο υπάρχει, και να το αφήνουν στους πάγκους, έτσι να προλάβουν ...τη ζήτηση. Κρατάνε όμως το τελευταίο. Για πάρτη τους. Να το φορέσουν αυτοί.
Και μετά...
Και μετά...
Και μετά...
Και μετά ένας ήλιος που βγαίνει, έτσι παράταιρα, έτσι σαν να μην ακολούθησε τις προβλέψεις των τηλεοράσεων, και να κάνει τα άσπρα πουκάμισα να φωτίζονται τόσο μαγευτικά.
Και να ζηλεύουν οι δικαστικοί, και να ζηλεύουν οι δάσκαλοι, και να ζηλεύουν οι γιατροί, και να ζηλεύουν οι δικηγόροι, και να ζηλεύουν οι ναυτεργάτες, και να ζηλεύουν οι τραπεζοϋπάλληλοι, και να ζηλεύουν οι εργάτες, και να ζηλεύουν οι οικοδόμοι, και να ζηλεύουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, και να ζηλεύουν οι αστυνομικοί, και να ζηλεύουν οι στρατιωτικοί, και να ζηλεύουν οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, και να ζηλεύουν τα γκαρσόνια, και ζηλεύουν οι αγρότες, και να ζηλεύουν οι ταξιτζήδες, και να ζηλεύουν οι φορτηγατζήδες, και ζηλεύουν οι...
Ονειρεύτηκα λέει ότι οι λιμενεργάτες και οι διοικητικοί υπάλληλοι του Νέου Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων της Cosco, όλοι αυτοί οι νέοι είλωτες του 21ου αιώνα, αυτοί οι πολίτες της ...Νέας Πατρίδας, δεν πήγαν μια μέρα στη δουλειά. Εκείνο λέει το πρωί, έβαλαν ένα άσπρο πουκάμισο, πήραν το μετρό, το λεωφορείο, το τραμ, καλημερίστηκαν με τους οδηγούς και πήγαν στο ραντεβού που είχαν δώσει από βραδύς. Στην Μιχαλακοπούλου. Μιχαλακοπούλου 80.
Και εκεί βρήκαν εκείνους τους φτωχοπρόδρομους του μπουδέλου, και τους είπαν... ελάτε μαζί μας. Στις πουτάνες δεν μίλησαν, δεν απηύθυναν καν το λόγο. Άλλωστε πια κανείς δεν ήθελε να αγοράσει τα πλαστικά κάλλη τους. Ένα λεπτό είπαν οι ...απολυμένοι του ...Βήματος, να βρούμε ένα άσπρο πουκάμισο.
Και εκείνη τη μέρα λέει, δεν πήγαν στη δουλειά και οι Νέες Κούνεβα, αλλά φόρεσαν και αυτές ένα άσπρο πουκάμισο για να πάνε στο ραντεβού που είχαν δώσει απο βραδύς . Αυτές οι ...Κούνεβα, που αντικατέστησαν τις υπάλληλους καθαρίστριες του δημοσίου, γιατί μαθές το μισθολογικό κόστος του δημοσίου ήταν μεγάλο. Αλλά κανένα ανδρείκελο δεν τόλμησε ποτέ να δημοσιοποιήσει πόσο περισσότερο στοιχίζουν στο Κράτος τα ΧΡΥΣΑ συμβόλαια που κλείνει με τους ιδιοκτήτες των συνεργείων καθαρισμού. Αυτές είχαν ραντεβού στο Φάληρο, εκεί στην Εθνάρχου Μακαρίου. Ένα λεπτό να βρούμε ένα άσπρο πουκάμισο, είπαν οι εργαζόμενοι στο Sky.
Και μετά ...
Και μετά...
Και μετά...
Εργαζόμενοι πέταγαν λέει τις νέες στολές εργασίας τα σκουρόχρωμα ταγιέρ, και τα κοστούμια και έμεναν με το άσπρο πουκάμισο. Συναντιόνταν στα γραφεία του Έθνους, του MEGA, του ALTER, του Αntenna, και όλοι με άσπρα πουκάμισα να πηγαίνουν ...παντού.
Και ξαφνικά να γεμίζουν τα μικρά εμπορικά, που δεν φτιάχνουν πια βιτρίνες γιατί οι ψεύτικες κούκλες δεν φορούν πια ρούχα, είναι γυμνές, καλυμμένες από τεράστιες πινακίδες που γράφουν «ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ- ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ». Να γεμίζουν λέει τα μικρά εμπορικά, από εργαζόμενους που ζητούν να αγοράσουν ένα άσπρο πουκάμισο. Όσο, όσο...
Και οι μικρέμποροι, να παρατάνε τις σκονισμένες ταμειακές μηχανές τους και χώνονται στις αποθήκες τους, να βγάζουν ότι άσπρο πουκάμισο υπάρχει, και να το αφήνουν στους πάγκους, έτσι να προλάβουν ...τη ζήτηση. Κρατάνε όμως το τελευταίο. Για πάρτη τους. Να το φορέσουν αυτοί.
Και μετά...
Και μετά...
Και μετά...
Και μετά ένας ήλιος που βγαίνει, έτσι παράταιρα, έτσι σαν να μην ακολούθησε τις προβλέψεις των τηλεοράσεων, και να κάνει τα άσπρα πουκάμισα να φωτίζονται τόσο μαγευτικά.
Και να ζηλεύουν οι δικαστικοί, και να ζηλεύουν οι δάσκαλοι, και να ζηλεύουν οι γιατροί, και να ζηλεύουν οι δικηγόροι, και να ζηλεύουν οι ναυτεργάτες, και να ζηλεύουν οι τραπεζοϋπάλληλοι, και να ζηλεύουν οι εργάτες, και να ζηλεύουν οι οικοδόμοι, και να ζηλεύουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, και να ζηλεύουν οι αστυνομικοί, και να ζηλεύουν οι στρατιωτικοί, και να ζηλεύουν οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, και να ζηλεύουν τα γκαρσόνια, και ζηλεύουν οι αγρότες, και να ζηλεύουν οι ταξιτζήδες, και να ζηλεύουν οι φορτηγατζήδες, και ζηλεύουν οι...
Και να ζηλευουν οι άνεργοι.
Και να τρεχουν ΌΛΟΙ να βρουν ένα ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ!
Και να θαμπώνονται από το άσπρο, τόσο άσπρο, οι μαθητές και οι φοιτητές...
Και άσπρα πουκάμισα να ξεπετάγονται από παντού. Και να πληθαίνουν, να αυγατίζουν, να πολλαπλασιάζονται. Και όσο αυτά να πολλαπλασιάζονται τόσο να αντανακλάται πιο λαμπερό το φως πάνω τους.
Μια κοινωνία που αμνηστεύει τον εαυτό της.
Και να θαμπώνονται από το άσπρο, τόσο άσπρο, οι μαθητές και οι φοιτητές...
Και άσπρα πουκάμισα να ξεπετάγονται από παντού. Και να πληθαίνουν, να αυγατίζουν, να πολλαπλασιάζονται. Και όσο αυτά να πολλαπλασιάζονται τόσο να αντανακλάται πιο λαμπερό το φως πάνω τους.
Μια κοινωνία που αμνηστεύει τον εαυτό της.
Μια κοινωνία που κατανοεί ότι η ανθρωποφαγία, ο κανιβαλισμός, ο κοινωνικός δαρβινισμός αφήνει μόνο αίμα πισω του. Αφήνει κομμάτια και θρύψαλα. Αφήνει συντρίμμια.
Κι αν ακόμα δεν είναι το δικό σου το αίμα, είναι του δίπλα.
Κι αν ακόμα δεν είναι το δικό σου το αίμα, είναι του δίπλα.
Ποιος διάβολο αξίζει να ζήσει σε μια Πατρίδα που οι δρόμοι της θα είναι πλημμυρισμένοι από το αίμα, τον πόνο, τον φόβο, τον θάνατο, είτε το δικό του, είτε του δίπλα; Είτε αυτού που ξέρεις, είτε αυτού που δεν ξέρεις; Ποιος;
Στο Κοινοβούλιο εξακολουθούν να αμνηστεύονται ...μόνοι τους. Αμνηστεύουν εαυτούς και ...αλλήλους. Αλλά κανείς δεν τους βλέπει. Κανείς δεν ξέρει τι κάνουν. Έτσι, γιατί θυμήθηκε τα νιάτα του ο Μανωλης ο Γλέζος και ανηφόρισε μαζί με μαθητές και φοιτητές, στον Υμηττό. Κάποτε κατέβαζε σβάστικες απο την Ακρόπολη. Σήμερα πήγε να δείξει στους μαθητές και στους φοιτητές, πως κατεβάζουν τις νέες σβάστικες, τις κεραίες τηλεόρασης.
Στη θέση τους ύψωσε ένα άσπρο πουκάμισο.
Και...πόσο λάμπει το άσπρο!!! Όσο δεν θα μπορούσαν να λάμψουν ποτέ οι οθόνες των τηλεοράσεων, εκεί που οι ...εκφωνητές, αυτοί οι νέοι ευαγγελιστές των κηρυγμάτων κοινωνικού μίσους, αναπαράγουν το διαίρει και βασίλευε μιας κοινωνίας που τα αφεντικά τους, έβαλαν πλωρη να εξοντώσουν.
Το όνειρο μου, δεν χωράει πια τόσο φως. Τόσο άσπρο, τόσο απέραντο άσπρο. Ξυπνάω αλλά ξανακλείνω τα μάτια. Όπως όταν δεις ένα όμορφο όνειρο και παλεύεις με νυχια και με δόντια να το συνεχίσεις ξύπνιος.
Παρασκευή πρωί, 26-11-2010. Πίνω καφέ, βάζω το άσπρο μου πουκάμισο και
κάνω μια στάση στο περίπτερο.
Το «ΒΗΜΑ», λέω στον έκπληκτο περιπτερά μου. Θέλω να έχω το τελευταίο, απαντάω στο σαστισμένο, έκπληκτο ύφος του. Έτσι μωρέ να το έχω σαν λάβαρο. Έτσι, γιατί σήμερα είδα ένα Όνειρο με ...άσπρα πουκάμισα. Αμνηστεύσαμε λέει, ο ένας τον άλλον. Ο πόλεμος δεν μπορεί να είναι αναμετάξυ μας. Οι εργαζόμενοι, έχουμε άλλους εχθρούς να λογαριαστούμε. Και να σήμερα ήθελα να κρατήσω τη τελευταία έκδοση ενός απο τους πολλούς υπεργολάβους του κοινωνικού μίσους, του ανθρωποφάγου κανιβαλισμού. Το μικρό θάνατο ενός μαυροπουκαμισά.
Α, και εσύ την Πατρίδα με τα άσπρα πουκάμισα, ονειρεύτηκες, λέει ο περιπτεράς.
Στο Κοινοβούλιο εξακολουθούν να αμνηστεύονται ...μόνοι τους. Αμνηστεύουν εαυτούς και ...αλλήλους. Αλλά κανείς δεν τους βλέπει. Κανείς δεν ξέρει τι κάνουν. Έτσι, γιατί θυμήθηκε τα νιάτα του ο Μανωλης ο Γλέζος και ανηφόρισε μαζί με μαθητές και φοιτητές, στον Υμηττό. Κάποτε κατέβαζε σβάστικες απο την Ακρόπολη. Σήμερα πήγε να δείξει στους μαθητές και στους φοιτητές, πως κατεβάζουν τις νέες σβάστικες, τις κεραίες τηλεόρασης.
Στη θέση τους ύψωσε ένα άσπρο πουκάμισο.
Και...πόσο λάμπει το άσπρο!!! Όσο δεν θα μπορούσαν να λάμψουν ποτέ οι οθόνες των τηλεοράσεων, εκεί που οι ...εκφωνητές, αυτοί οι νέοι ευαγγελιστές των κηρυγμάτων κοινωνικού μίσους, αναπαράγουν το διαίρει και βασίλευε μιας κοινωνίας που τα αφεντικά τους, έβαλαν πλωρη να εξοντώσουν.
Το όνειρο μου, δεν χωράει πια τόσο φως. Τόσο άσπρο, τόσο απέραντο άσπρο. Ξυπνάω αλλά ξανακλείνω τα μάτια. Όπως όταν δεις ένα όμορφο όνειρο και παλεύεις με νυχια και με δόντια να το συνεχίσεις ξύπνιος.
Παρασκευή πρωί, 26-11-2010. Πίνω καφέ, βάζω το άσπρο μου πουκάμισο και
κάνω μια στάση στο περίπτερο.
Το «ΒΗΜΑ», λέω στον έκπληκτο περιπτερά μου. Θέλω να έχω το τελευταίο, απαντάω στο σαστισμένο, έκπληκτο ύφος του. Έτσι μωρέ να το έχω σαν λάβαρο. Έτσι, γιατί σήμερα είδα ένα Όνειρο με ...άσπρα πουκάμισα. Αμνηστεύσαμε λέει, ο ένας τον άλλον. Ο πόλεμος δεν μπορεί να είναι αναμετάξυ μας. Οι εργαζόμενοι, έχουμε άλλους εχθρούς να λογαριαστούμε. Και να σήμερα ήθελα να κρατήσω τη τελευταία έκδοση ενός απο τους πολλούς υπεργολάβους του κοινωνικού μίσους, του ανθρωποφάγου κανιβαλισμού. Το μικρό θάνατο ενός μαυροπουκαμισά.
Α, και εσύ την Πατρίδα με τα άσπρα πουκάμισα, ονειρεύτηκες, λέει ο περιπτεράς.
Οδηγώ και στην θεση του συνοδηγου αφημένο το ...τελευταιο ημερησιο ΒΗΜΑ. Το ραδιοφωνο να παίζει ένα παλιο, ξεχασμένο τραγουδι. Δεν το παίζουν πια οι παραγωγοι ραδιοφώνου.