Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

Ω, απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας

Πάντα αναρωτιόμουνα αν είναι ευτυχέστεροι οι εκ γενετής τυφλοί ή αυτοί που έχασαν το φως τους, ενώ κάποτε …είδαν.
Πάντα αναρωτιόμουνα αν είναι ευτυχέστεροι οι εκ γενετής ανάπηροι ή όσοι ….κάποτε περπάτησαν.
Πάντα αναρωτιόμουνα αν είναι ευτυχέστεροι όσοι …επιζούν ή αυτοί που κάποτε …έζησαν.
Σήμερα ξέρω. Ζόρικη γνώση. Αλλά όσες ζωές κι αν έχεις, αξίζουν το τίμημα αυτής της γνώσης.

Αδικημένοι οι εκ γενετής τυφλοί, οι εκ γενετής ανάπηροι, οι εκ γενετής …νεκροί

Μακάριοι όσοι λούστηκαν στο φως, μακάριοι όσοι έμαθαν ότι μπορούν να υψώσουν το κεφάλι γιατί ….έχουν κεφάλι, μακάριοι όσοι κάποιος .....τους «έζησε»
Μακάριοι όσοι πρωταγωνίστησαν στην μεγάλη σκηνή του κόσμου, μακάριοι όσοι ξεμύτισαν από τα παρασκήνια που ζούσαν παρέα με τους κομπάρσους.
Κι αν ο ποιητής χάθηκε;;; Κι αν το ποίημα δεν έχει πια άλλους στίχους;;; Η φωνή του ποιητή είναι πάντα εκεί.

Είδα το φως, περπάτησα σε ότι πιο όμορφο, έζησα ότι πολύ λίγοι, πολύ εκλεκτοί έχουν ζήσει. Ίσως και μόνον εγώ. Ένοιωσα τον μεγάλο προβολέα πάνω μου, απήγγειλα τους στίχους του ποιητή. Τυχερή εγώ.

Και τώρα, συνεχίζω. Τυφλή. Ανάπηρη. Νεκρή.
Κομπάρσα μιας ζωής που μου έδωσε τα πάντα. και μου πήρε τα πάντα.

Και εκείνο το «ζήσε με» που σου φώναζα, το κουβαλάω μέσα μου. Φυλαχτό, ενθύμιο, μιας ζωής. Μια ζωής που ήταν λίγη. Μια ζωής που όμως είναι αναντικατάστατη.