Συνήθως απομακρύνομαι από ανθρώπους γιατί ο κύκλος της σχέσης μας έκλεισε. Σπάνια το παραδέχομαι. Συνήθως αναμασάω τις δικαιολογίες κλισέ, δεν προλαβαίνω, πολλή δουλειά, μεγάλες οι αποστάσεις, τα λέμε.....
Δεν ξεκόβω ποτέ με το μαχαίρι, φοβάμαι να χάσω ανθρώπους απ΄ τη ζωή μου, αποταμιεύω εικόνες, μυρωδιές, αισθήματα, γέλια, χωρίς πια να περιμένω τόκους από την επένδυση, απλά άστα να υπάρχουν.
Μόλις περάσει λίγος καιρός θάβω στην άκρη του μυαλού μου τη βαρεμάρα (έχω PhD σ’ αυτή τη δεξιότητα) και ενδίδω στο να βρεθούμε.
Χθες ενέδωσα. Παιδική φίλη, συμμαθήτρια, πριγκίπισσα από τότε, με εχέγγυα ότι όταν φτάσει στην παραγωγική ηλικία θα γίνει και βασίλισσα.
Τα μάτια παλιών φίλων είναι ο καθρέφτης μας. Είμαι όμορφη;; είμαι πετυχημένη;; τα κατάφερα;;
Κουράστηκα για να μπαινοβγάζω ρούχα, να αλλάζω στυλ, να εναλλάσσω κραγιόν με λιπγκλός, τσάντες με σακίδια και χαρτοφύλακες και τελικά έφυγα από το σπίτι αφήνοντας όλη τη ντουλάπα πάνω στο κρεβάτι, το μισό Χόντο χυμένο στο μπάνιο και πασαλειμμένη σαν κλόουν με ένα ρουζ που υποσχόταν ότι θα μοιάζω με θεά.
Καθυστέρησα 20 λεπτά στο ραντεβού μας αλλά αυτή η πόλη μπορεί να έχει τα μύρια όσα κακά σου προσφέρει όμως τέλειο άλλοθι, «αυτή η Κηφισίας.....» και ο άλλος που τον έστησες κουνάει με απόλυτη συγκατάβαση το κεφάλι. Ε, δεν μπορεί κάποτε θα την έχει χρησιμοποιήσει κι αυτός τη δικαιολογία.
Ξεχνάω τις πρώτες κουβέντες γιατί τις έχω επαναλάβει δεκάδες φορές σε αντίστοιχες περιπτώσεις που πρέπει να απαντήσεις «στο πες μου τα νέα σου».
Πάντα μετά το δεύτερο ουίσκι, μπαίνει στο τραπέζι η βουβή ερώτηση αν έχεις την όρεξη και το κουράγιο να επικοινωνήσεις –οπότε πας για το τρίτο- ή θα φύγεις λέγοντας «καλά ήταν, μην ξαναχαθούμε» και έχοντας βάλει υπενθύμιση στο κινητό σου να της τηλεφωνήσεις στη γιορτή της.
Εμείς ήπιαμε και τρίτο. Και επιτέλους η ηλίθια, κατάλαβα γιατί επέμενε τόσο πολύ να βρεθούμε. Χαπακωνότανε. Δεν άντεξε ότι παρέμεινε πριγκίπισσα. Δεν άντεξε ότι έγινε μια ξεπεσμένη πριγκίπισσα. Δεν άντεχε να το ζει όλη μέρα, κάθε μέρα. Δικαιολογίες σωρό, η πίεση και ο ανταγωνισμός στη δουλειά, το βιολογικό ρολόι που τραγουδάει εμβατήρια, οι γκόμενοι χωρίς κατανόηση, η Estee Lauder που δεν κρατάει τις υποσχέσεις της, τα μεγάλα θέλω, τα μικρά μπορώ.
Η αλήθεια μία. Εθισμένη.
Η δεύτερη αλήθεια εγώ εμβρόντητη. Πίστευα ότι οι ναρκομανείς είναι αυτοί που βλέπω στην Ομόνοια τα Σαββατόβραδα που πάω να πάρω τις Κυριακάτικες εφημερίδες, πίστευα ότι οι ναρκομανείς δεν έχουν λαμπερά φρεσκοβαμμένα μαλλιά, εταιρικό αυτοκίνητο, πιστωτικές κάρτες και οικολογικές ανησυχίες, πίστευα......
Μου μίλησε για έναν περίεργο κόσμο που την ύπαρξη του τοποθετούσα μόνο στο μυαλό Χολυγουντιανών σκηνοθετών. Το resume της ιστορίας είναι ένα ατέλειωτο φρενοκομείο. Μπαίνεις στο χώρο, πουλάς για να μπορείς να αγοράσεις, τρέμεις ότι κάποιος θα συλληφθεί σ’ αυτήν την αλυσίδα με τους επικίνδυνους κρίκους, αυτοί πια είναι ο κοινωνικός σου χώρος, σε εκβιάζουν και εκβιάζεις. Ένας ατέλειωτος χορός φόβου και απομόνωσης. Τρόμαξα.
Κάποια στιγμή τη ρώτησα γιατί αποφάσισε να το πει σε μένα;
Μου θύμισε, ότι παιδιά ακόμα, μικρά κοριτσάκια, ακουμπισμένα στη μάντρα του εξοχικού μου, μια μεγάλη χρυσόμυγα, τρομακτική στα μάτια μας, έκατσε πάνω στο παπούτσι της. Άρχισε να ουρλιάζει και εγώ μαζεύοντας όλα τα αποθέματα γενναιότητας που κάθε άλλο παρά είχα, την σκότωσα με το χέρι μου. Όταν το βράδυ που ξαπλώσαμε με ρώτησε αν φοβήθηκα της απάντησα ότι ναι φοβήθηκα πολύ, αλλά το έκανα γιατί ήταν η φίλη μου..
Δεν ξεκόβω ποτέ με το μαχαίρι, φοβάμαι να χάσω ανθρώπους απ΄ τη ζωή μου, αποταμιεύω εικόνες, μυρωδιές, αισθήματα, γέλια, χωρίς πια να περιμένω τόκους από την επένδυση, απλά άστα να υπάρχουν.
Μόλις περάσει λίγος καιρός θάβω στην άκρη του μυαλού μου τη βαρεμάρα (έχω PhD σ’ αυτή τη δεξιότητα) και ενδίδω στο να βρεθούμε.
Χθες ενέδωσα. Παιδική φίλη, συμμαθήτρια, πριγκίπισσα από τότε, με εχέγγυα ότι όταν φτάσει στην παραγωγική ηλικία θα γίνει και βασίλισσα.
Τα μάτια παλιών φίλων είναι ο καθρέφτης μας. Είμαι όμορφη;; είμαι πετυχημένη;; τα κατάφερα;;
Κουράστηκα για να μπαινοβγάζω ρούχα, να αλλάζω στυλ, να εναλλάσσω κραγιόν με λιπγκλός, τσάντες με σακίδια και χαρτοφύλακες και τελικά έφυγα από το σπίτι αφήνοντας όλη τη ντουλάπα πάνω στο κρεβάτι, το μισό Χόντο χυμένο στο μπάνιο και πασαλειμμένη σαν κλόουν με ένα ρουζ που υποσχόταν ότι θα μοιάζω με θεά.
Καθυστέρησα 20 λεπτά στο ραντεβού μας αλλά αυτή η πόλη μπορεί να έχει τα μύρια όσα κακά σου προσφέρει όμως τέλειο άλλοθι, «αυτή η Κηφισίας.....» και ο άλλος που τον έστησες κουνάει με απόλυτη συγκατάβαση το κεφάλι. Ε, δεν μπορεί κάποτε θα την έχει χρησιμοποιήσει κι αυτός τη δικαιολογία.
Ξεχνάω τις πρώτες κουβέντες γιατί τις έχω επαναλάβει δεκάδες φορές σε αντίστοιχες περιπτώσεις που πρέπει να απαντήσεις «στο πες μου τα νέα σου».
Πάντα μετά το δεύτερο ουίσκι, μπαίνει στο τραπέζι η βουβή ερώτηση αν έχεις την όρεξη και το κουράγιο να επικοινωνήσεις –οπότε πας για το τρίτο- ή θα φύγεις λέγοντας «καλά ήταν, μην ξαναχαθούμε» και έχοντας βάλει υπενθύμιση στο κινητό σου να της τηλεφωνήσεις στη γιορτή της.
Εμείς ήπιαμε και τρίτο. Και επιτέλους η ηλίθια, κατάλαβα γιατί επέμενε τόσο πολύ να βρεθούμε. Χαπακωνότανε. Δεν άντεξε ότι παρέμεινε πριγκίπισσα. Δεν άντεξε ότι έγινε μια ξεπεσμένη πριγκίπισσα. Δεν άντεχε να το ζει όλη μέρα, κάθε μέρα. Δικαιολογίες σωρό, η πίεση και ο ανταγωνισμός στη δουλειά, το βιολογικό ρολόι που τραγουδάει εμβατήρια, οι γκόμενοι χωρίς κατανόηση, η Estee Lauder που δεν κρατάει τις υποσχέσεις της, τα μεγάλα θέλω, τα μικρά μπορώ.
Η αλήθεια μία. Εθισμένη.
Η δεύτερη αλήθεια εγώ εμβρόντητη. Πίστευα ότι οι ναρκομανείς είναι αυτοί που βλέπω στην Ομόνοια τα Σαββατόβραδα που πάω να πάρω τις Κυριακάτικες εφημερίδες, πίστευα ότι οι ναρκομανείς δεν έχουν λαμπερά φρεσκοβαμμένα μαλλιά, εταιρικό αυτοκίνητο, πιστωτικές κάρτες και οικολογικές ανησυχίες, πίστευα......
Μου μίλησε για έναν περίεργο κόσμο που την ύπαρξη του τοποθετούσα μόνο στο μυαλό Χολυγουντιανών σκηνοθετών. Το resume της ιστορίας είναι ένα ατέλειωτο φρενοκομείο. Μπαίνεις στο χώρο, πουλάς για να μπορείς να αγοράσεις, τρέμεις ότι κάποιος θα συλληφθεί σ’ αυτήν την αλυσίδα με τους επικίνδυνους κρίκους, αυτοί πια είναι ο κοινωνικός σου χώρος, σε εκβιάζουν και εκβιάζεις. Ένας ατέλειωτος χορός φόβου και απομόνωσης. Τρόμαξα.
Κάποια στιγμή τη ρώτησα γιατί αποφάσισε να το πει σε μένα;
Μου θύμισε, ότι παιδιά ακόμα, μικρά κοριτσάκια, ακουμπισμένα στη μάντρα του εξοχικού μου, μια μεγάλη χρυσόμυγα, τρομακτική στα μάτια μας, έκατσε πάνω στο παπούτσι της. Άρχισε να ουρλιάζει και εγώ μαζεύοντας όλα τα αποθέματα γενναιότητας που κάθε άλλο παρά είχα, την σκότωσα με το χέρι μου. Όταν το βράδυ που ξαπλώσαμε με ρώτησε αν φοβήθηκα της απάντησα ότι ναι φοβήθηκα πολύ, αλλά το έκανα γιατί ήταν η φίλη μου..
Της αφιερώνω κάτι από τα "Τρία κλικ αριστερά" της Κατερίνα ς Γώγου
Καλημέρα γιατρέ μου.
Μή. Μή σηκώνεστε.
Άλλωστε δεν έχω τίποτα σοβαρό.Τα γνωστά.
Γράψτε βάλιουμ μαντράξ στεντόν τριπτιζόλ -
ξέρετε τώρα εσείς -
κάντε με κοινωνικό πρόσωπο
βολέψτε με τέλος πάντων με τούς ομοίους σας
περάστε με στους χαφιέδες σας
πηδήξτε με άν θέτε
ωραίες οι γκραβούρες στους τοίχους σας.
Τσάκα τώρα στα σβέλτα το χιλιάρικο
και φερ' τη συνταγή
γιατί τέρμα η υπομονή μου παλιόπουστα κι όπου να 'ναι θα εκραγεί.
Μή. Μή σηκώνεστε γιατρέ μου.
Δεν είναι σοβαρό.
Ευχαριστώ. Καλημέρα σας.
5 σχόλια:
Απολαμβανω ρουφωντας λεξη-λεξη την αφηγηση και τον αυτοσαρκασμο σου, θλιβομαι για τις ψευτικες ζωες που θελουν να κλεψουν τις πραγματικες και αφου δεν τα καταφερνουν στο τελος τις σκοτωνουν...
Ληστεια μετα φονου... διαρκης...
Ποια είναι ψευτικη ζωή;
Ποια είναι αληθινή;
Ποιος ξέρει;
Ποιος αντέχει να δει;;Σίγουρα όχι εγώ.
Όσο για τον "αυτοσαρκασμό" μου, φίλε vagnes, είναι το δικό μου prozac...
Τελικά θα ξαναβρεθείτε; Μπορείς να πατήσεις πάλι τη χρυσόμυγα, ακόμα και τώρα που πέρασαν τα χρόνια και για τις δυό σας; Αλλάζουμε;
Όχι. Ναι. Δεν έχω τις απαντήσεις.
Απελπίστευτα καλό, σε ευχαριστούμε.
Δημοσίευση σχολίου