Η ανακούφιση του ζεστού αίματος. Σχεδόν χαυνωτική. Σχεδόν μεθυστική. Θύμιζε εκείνη τη στιφάδα του κονιάκ σβησμένη από το ίζημα της ζάχαρης που χρύσιζε κοκκινωπά στον πάτο του ποτηριού.
Τι απίθανο κοντράστ αυτό το ζεστό κόκκινο της πορφύρας απο εκείνο το παγωμένο ατσάλινο γκρι της λάμας του μαχαιριού. Πόσο καιρό ατένιζε τη λάμα να σέρνεται πάνω της απειλητικά. Πόσο καιρό κρυβόταν στη γωνία, έβαζε πλαστικούς φράχτες και τείχη για να μην πέφτει το βλέμμα της στο είδωλο της που αντανακλούσε η λάμα του. Πόσο του κρύφτηκε...
Τι είναι η ...στιγμή; Η αιωνιότητα. Διαβαίνεις την τρίχα του που είναι όριο. Ένα ...σύνορο. Ένα απόλυτα φυλασσόμενο σύνορο. Πόσοι μπάτσοι μυαλού το φυλάνε; Πόση φαύλη γραφειοκρατία ίσα για να σε αποτρέπει να το διαβείς; «Πόσο», «πως», «που», «γιατί», «αν», «ίσως» που ...συμπληρώνεις με το μελάνι το αόρατο. Να ...γράφεις κι να σβήνονται..... Να συμπληρώνεις κι να χάνονται. Κι είναι η στιγμή που λες κι οι φύλακες πήγαν άλλου, άλλοι προς νερού τους, άλλοι για τσιγάρο κι άλλοι αποκοιμήθηκαν. Εκεί που ...το διαβαίνεις. Το αφύλαχτο οριο. Κι η λάμα γίνεται αδελφή.
Δεν έχει ...μετα. Δεν εχει καν πριν. Εχει στιγμή. Έχει κόκκινο. Ζεστό, αλμυρό κοκκινο. Κονιάκ με ιζημα ζάχαρης.
Γυρνανε οι φυλακες, ξυπνανε, φωνάζουν, σε μαλώνουν, σε βριζουν. Κι υστερα αρχιζει η γραφειοκρατία της ...γιατρειας. Ο πόνος μεγαλος στις παγωμενες τις πληγες. Τ σημάδια απο τα ράμματα μαύρες ραφες που θα άσβηστες θα κουβαλάς. Το αίμα καφε πια, κηλιδες ανεξιτηλες απο πεθζμένο.
Τι έκανες θα σε ρωτάει η Στ. χαιδευντας σε .
Προσπάθησα. Ειλικρινά προσπαθησα. Σε έβλεπα στη λάμα Στ.... Και φοβήθηκα. Εγώ δεν είμαι Στ.. Εγώ είμαι η Μπ. Θυμάσαι;
Τι απίθανο κοντράστ αυτό το ζεστό κόκκινο της πορφύρας απο εκείνο το παγωμένο ατσάλινο γκρι της λάμας του μαχαιριού. Πόσο καιρό ατένιζε τη λάμα να σέρνεται πάνω της απειλητικά. Πόσο καιρό κρυβόταν στη γωνία, έβαζε πλαστικούς φράχτες και τείχη για να μην πέφτει το βλέμμα της στο είδωλο της που αντανακλούσε η λάμα του. Πόσο του κρύφτηκε...
Τι είναι η ...στιγμή; Η αιωνιότητα. Διαβαίνεις την τρίχα του που είναι όριο. Ένα ...σύνορο. Ένα απόλυτα φυλασσόμενο σύνορο. Πόσοι μπάτσοι μυαλού το φυλάνε; Πόση φαύλη γραφειοκρατία ίσα για να σε αποτρέπει να το διαβείς; «Πόσο», «πως», «που», «γιατί», «αν», «ίσως» που ...συμπληρώνεις με το μελάνι το αόρατο. Να ...γράφεις κι να σβήνονται..... Να συμπληρώνεις κι να χάνονται. Κι είναι η στιγμή που λες κι οι φύλακες πήγαν άλλου, άλλοι προς νερού τους, άλλοι για τσιγάρο κι άλλοι αποκοιμήθηκαν. Εκεί που ...το διαβαίνεις. Το αφύλαχτο οριο. Κι η λάμα γίνεται αδελφή.
Δεν έχει ...μετα. Δεν εχει καν πριν. Εχει στιγμή. Έχει κόκκινο. Ζεστό, αλμυρό κοκκινο. Κονιάκ με ιζημα ζάχαρης.
Γυρνανε οι φυλακες, ξυπνανε, φωνάζουν, σε μαλώνουν, σε βριζουν. Κι υστερα αρχιζει η γραφειοκρατία της ...γιατρειας. Ο πόνος μεγαλος στις παγωμενες τις πληγες. Τ σημάδια απο τα ράμματα μαύρες ραφες που θα άσβηστες θα κουβαλάς. Το αίμα καφε πια, κηλιδες ανεξιτηλες απο πεθζμένο.
Τι έκανες θα σε ρωτάει η Στ. χαιδευντας σε .
Προσπάθησα. Ειλικρινά προσπαθησα. Σε έβλεπα στη λάμα Στ.... Και φοβήθηκα. Εγώ δεν είμαι Στ.. Εγώ είμαι η Μπ. Θυμάσαι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου