Σπάνια έρχομαι πια εδώ, κι αν έρθω πάντα βιαστική, και πάντα να φεύγω πριν σουρουπώσει… πάντα για λίγο.
Αλλά να σήμερα… σκαρφαλωμένη πάνω στην μάντρα της παιδικής μου μνήμης, με πήρε η ώρα, να ανασκαλεύω, να μυρίζω, να θυμάμαι… Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Σαν να πέρασαν μόνο οι νύχτες…
ΜεγαλοΣαβατιατικα απογεύματα που κυλούσαν αργά...
Τα καινούργια λουστρίνια να περιμένουν στο κουτί τους να φορεθούν το βράδυ στην Ανάσταση, οι ατελείωτες διαπραγματεύσεις με την μητρική εξουσία για να μην φορεθεί ζακέτα πάνω από το καινούργιο φουστάνι με τα δαντελένια ανάγλυφα λουλουδάκια, παρακάλια για να μην πιαστούν τα μαλλιά κοτσιδάκια, να μείνουν να ανεμίζουν στους ώμους, υποσχέσεις ότι θα προσέχεις, ότι δεν θα χαζεύεις, ότι θα κρατάς μακριά από τα μαλλιά σου, την λαμπάδα. Την λαμπάδα με τους κόκκινους φιόγκους, τα αυγά και τα αρνάκια, αυτήν την αγορασμένη από το Μινιόν.
Ναι, το βράδυ θα ντυνόσουν πριγκίπισσα, αλλά το απόγευμα, εκεί στην παραλία, με το βρώμικο μπλουτζήν και το μπουφαν αφημένο στο βράχο, θα βοηθούσες την παρέα να δοκιμάσουν τις στρακαστρουκες...
Θα καθόσουν στην βρεγμένη άμμο, να ακούς τις ιστορίες των λίγο μεγαλύτερων από εσένα, αυτούς που η γιαγιά τους έλεγε τσόγλανους γιατί της λεηλατούσαν τα τριαντάφυλλα του κήπου, της έκοβαν άτσαλα τις πασχαλιές, μόνο οι τεράστιες ορτανσίες στις μεγάλες πήλινες γλάστρες γλίτωναν, δεν τολμούσαν να φτάσουν μέχρι την βεράντα. Τους άκουγες μαγεμένη να διηγούνται τα παραμύθια τους, έσπρωχνες τον καιρό να μεγαλώσεις και εσύ, να γίνεις ισότιμη συντρόφισσα στα φοβερά κατορθώματα τους, να κολυμπάς και εσύ μέχρι απέναντι στην Μακρόνησο, να βουτάς και εσύ από εκείνα τα βράχια απέναντι, ναι εκεί που θα καρφωνόσουν και εσύ λίγα χρόνια αργότερα, σε μια επίδειξη …δεξιοτεχνίας.
Εδώ και μέρες είχες ανοίξει το κουτί που φυλούσες τα σπάνια κοχύλια σου, τα είχες κολλήσει ένα ένα και είχες φτιάξει το δώρο για τον κολλητό σου, τον Αντώνη. Ο Αντώνης που σε έπαιρνε μαζί του, στην παρέα των μεγάλων, στην παρέα των αγοριών. Ο Αντώνης που αψηφούσε τα γιουχαΐσματα των «μεγάλων αγοριών» που τον προγκούσαν γιατί «κουβάλαγε» μαζί του πάντα, την «μικρή Κατερίνα». Ο Αντώνης που χτύπησε αυτόν που σου τράβηξε τα κοτσιδάκια, για να γελάσουν. Ο Αντώνης που σε πήγε μπλαβισμένη στην μαμά σου, όταν έπεσες με την κοιλιά από την βάρκα.
Σουρούπωσε, η παρέα τα μαζεύει…
Ξέρει πως φοβάσαι να περάσεις μόνη σου από τις σκοτεινές φιστικιές για να φτάσεις στο σπίτι, και θα σε πάει εκεινος. Χωρίς να σε ρωτησει "φοβάσαι;". Χωρίς να σε βάλει να απαντησεις με κατεβασμένο κεφάλι "ναι". Χωρίς να μετρησει ότι η μαμα του πάλι θα του φωνάζει πάλι γιατί αργησε. Μόλις βλέπεις την άκρη του μαντρότοιχου του σπιτιού σου, βάζεις μια τρεχάλα, τον προσπερνάς … περίμενε, περίμενε με μισό λεπτό, του φωνάζεις…
Τρέχεις στο μικρό σπιτάκι του κήπου, εκεί που φυλάνε όλες τις παλιατσαρίες, όλα τα εργαλεία, και πίσω από εκείνη την αρχαία μηχανή που κουρεύει το γκαζόν, βρίσκεις το «δώρο», το δώρο σου στον Αντώνη. Αυτό που έχεις φτιάξει κολλώντας ένα ένα τα πιο όμορφα κοχύλια της συλλογής σου. Ναι, ναι και εκείνο, εκείνο που μοιάζει με ροζ, ναι, αν το δεις στο φως …είναι ροζ, ....κολλημένο και εκείνο ...στην κορυφή.
Αναψοκοκκινισμένη τον βρίσκεις να σε περιμένει στην μάντρα, μετρώντας τις στρακαστρουκες και τα τρίγωνα, που παλεύει να χώσει στις τσέπες του.
«Το Δώρο σου» του λες…
Αλλά να σήμερα… σκαρφαλωμένη πάνω στην μάντρα της παιδικής μου μνήμης, με πήρε η ώρα, να ανασκαλεύω, να μυρίζω, να θυμάμαι… Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Σαν να πέρασαν μόνο οι νύχτες…
ΜεγαλοΣαβατιατικα απογεύματα που κυλούσαν αργά...
Τα καινούργια λουστρίνια να περιμένουν στο κουτί τους να φορεθούν το βράδυ στην Ανάσταση, οι ατελείωτες διαπραγματεύσεις με την μητρική εξουσία για να μην φορεθεί ζακέτα πάνω από το καινούργιο φουστάνι με τα δαντελένια ανάγλυφα λουλουδάκια, παρακάλια για να μην πιαστούν τα μαλλιά κοτσιδάκια, να μείνουν να ανεμίζουν στους ώμους, υποσχέσεις ότι θα προσέχεις, ότι δεν θα χαζεύεις, ότι θα κρατάς μακριά από τα μαλλιά σου, την λαμπάδα. Την λαμπάδα με τους κόκκινους φιόγκους, τα αυγά και τα αρνάκια, αυτήν την αγορασμένη από το Μινιόν.
Ναι, το βράδυ θα ντυνόσουν πριγκίπισσα, αλλά το απόγευμα, εκεί στην παραλία, με το βρώμικο μπλουτζήν και το μπουφαν αφημένο στο βράχο, θα βοηθούσες την παρέα να δοκιμάσουν τις στρακαστρουκες...
Θα καθόσουν στην βρεγμένη άμμο, να ακούς τις ιστορίες των λίγο μεγαλύτερων από εσένα, αυτούς που η γιαγιά τους έλεγε τσόγλανους γιατί της λεηλατούσαν τα τριαντάφυλλα του κήπου, της έκοβαν άτσαλα τις πασχαλιές, μόνο οι τεράστιες ορτανσίες στις μεγάλες πήλινες γλάστρες γλίτωναν, δεν τολμούσαν να φτάσουν μέχρι την βεράντα. Τους άκουγες μαγεμένη να διηγούνται τα παραμύθια τους, έσπρωχνες τον καιρό να μεγαλώσεις και εσύ, να γίνεις ισότιμη συντρόφισσα στα φοβερά κατορθώματα τους, να κολυμπάς και εσύ μέχρι απέναντι στην Μακρόνησο, να βουτάς και εσύ από εκείνα τα βράχια απέναντι, ναι εκεί που θα καρφωνόσουν και εσύ λίγα χρόνια αργότερα, σε μια επίδειξη …δεξιοτεχνίας.
Εδώ και μέρες είχες ανοίξει το κουτί που φυλούσες τα σπάνια κοχύλια σου, τα είχες κολλήσει ένα ένα και είχες φτιάξει το δώρο για τον κολλητό σου, τον Αντώνη. Ο Αντώνης που σε έπαιρνε μαζί του, στην παρέα των μεγάλων, στην παρέα των αγοριών. Ο Αντώνης που αψηφούσε τα γιουχαΐσματα των «μεγάλων αγοριών» που τον προγκούσαν γιατί «κουβάλαγε» μαζί του πάντα, την «μικρή Κατερίνα». Ο Αντώνης που χτύπησε αυτόν που σου τράβηξε τα κοτσιδάκια, για να γελάσουν. Ο Αντώνης που σε πήγε μπλαβισμένη στην μαμά σου, όταν έπεσες με την κοιλιά από την βάρκα.
Σουρούπωσε, η παρέα τα μαζεύει…
Ξέρει πως φοβάσαι να περάσεις μόνη σου από τις σκοτεινές φιστικιές για να φτάσεις στο σπίτι, και θα σε πάει εκεινος. Χωρίς να σε ρωτησει "φοβάσαι;". Χωρίς να σε βάλει να απαντησεις με κατεβασμένο κεφάλι "ναι". Χωρίς να μετρησει ότι η μαμα του πάλι θα του φωνάζει πάλι γιατί αργησε. Μόλις βλέπεις την άκρη του μαντρότοιχου του σπιτιού σου, βάζεις μια τρεχάλα, τον προσπερνάς … περίμενε, περίμενε με μισό λεπτό, του φωνάζεις…
Τρέχεις στο μικρό σπιτάκι του κήπου, εκεί που φυλάνε όλες τις παλιατσαρίες, όλα τα εργαλεία, και πίσω από εκείνη την αρχαία μηχανή που κουρεύει το γκαζόν, βρίσκεις το «δώρο», το δώρο σου στον Αντώνη. Αυτό που έχεις φτιάξει κολλώντας ένα ένα τα πιο όμορφα κοχύλια της συλλογής σου. Ναι, ναι και εκείνο, εκείνο που μοιάζει με ροζ, ναι, αν το δεις στο φως …είναι ροζ, ....κολλημένο και εκείνο ...στην κορυφή.
Αναψοκοκκινισμένη τον βρίσκεις να σε περιμένει στην μάντρα, μετρώντας τις στρακαστρουκες και τα τρίγωνα, που παλεύει να χώσει στις τσέπες του.
«Το Δώρο σου» του λες…
Σε κοιτάζει, πάει να απλώσει τα χέρια του να το πάρει, πας να του το δώσεις, μαζεύει τα χέρια του… και το Δώρο, με τα κολλημένα κοχύλια, με το ροζ κοχύλι, ναι αλήθεια, αν το δεις στο φως...είναι ροζ, κολλημένο προσεκτικά στην κορυφή, πέφτει κάτω… και σπάει…
-Συγνώμη λέει ο Αντώνης, αλλά εγώ δεν μπορώ να σου δώσω από τα τρίγωνα μου…
-Μα δεν ήθελα, λες, δεν ήθελα τίποτα… Να στο χαρίσω ήθελα, δεν ήθελα να το ανταλλάξω, δεν ήθελα να σου πάρω τίποτα, δεν ήθελα τα τρίγωνα σου...
Το βράδυ, γυρνώντας από την Ανάσταση, ντυμένη με τα στραφταλιστά λουστρίνια, με την ζακέτα ανάρριχτη πάνω από το γαλάζιο φουστάνι με τα ανάγλυφα δαντελένια τριανταφυλάκια, με τα μαλλιά πιασμένα μισή αλογοουρά, με την λαμπάδα σου σβηστή αλλά το χάρτινο φαναράκι σου να φεγγοβολά, η άκρη του ματιού σου πιάνει, εκεί έξω από τον μαντρότοιχο, το βουναλάκι με τα σπασμένα κοχύλια.
Μισό λεπτό…
Αφήνεις την λαμπάδα και το αναμμένο φαναράκι στην μάντρα, σπρώχνεις τα σπασμένα κοχύλια με το λουστρίνι στην άκρη, με τα χέρια σπρώχνεις λίγο χώμα να τα σκεπάσεις και τρέχεις να προλάβεις τον μπαμπά σου. Τον μπαμπά σου, που θα ξανανάψει την λαμπάδα με τον κόκκινο φιόγκο, που θα σε σηκώσει ψηλά στα χέρια του, για να φτάσεις πάνω πάνω την πόρτα και να κάνεις έναν ακόμα σταυρό με την κάπνα της…
Σε πήρε η ώρα...έβαλε κρύο… σε λίγο θα σουρουπώσει, καλύτερα να μην σε βρει το σούρουπο εδώ, όχι ακόμα. Κατεβαίνεις από την μάντρα, παλεύεις να κόψεις ένα τριαντάφυλλο με το χέρι, γλύφεις την σταγόνα το αίμα από το αγκάθι, κλειδώνεις πίσω σου την βαριά καινούργια εξώπορτα, το ακουμπάς στο κάθισμα του συνοδηγού και βάζεις μπροστά το αυτοκίνητο…
Αλλάζεις γνώμη, σταματάς, παίρνεις το τριαντάφυλλο και το αφήνεις πάνω στον μαντρότοιχο...
Κάπου εκεί απο κάτω, στο πεζοδρόμιο, θα είναι θαμμένο και το ροζ κοχύλι... Ναι, αλήθεια, όταν το έβλεπες στο φως, γινόταν ροζ...
-Συγνώμη λέει ο Αντώνης, αλλά εγώ δεν μπορώ να σου δώσω από τα τρίγωνα μου…
-Μα δεν ήθελα, λες, δεν ήθελα τίποτα… Να στο χαρίσω ήθελα, δεν ήθελα να το ανταλλάξω, δεν ήθελα να σου πάρω τίποτα, δεν ήθελα τα τρίγωνα σου...
Το βράδυ, γυρνώντας από την Ανάσταση, ντυμένη με τα στραφταλιστά λουστρίνια, με την ζακέτα ανάρριχτη πάνω από το γαλάζιο φουστάνι με τα ανάγλυφα δαντελένια τριανταφυλάκια, με τα μαλλιά πιασμένα μισή αλογοουρά, με την λαμπάδα σου σβηστή αλλά το χάρτινο φαναράκι σου να φεγγοβολά, η άκρη του ματιού σου πιάνει, εκεί έξω από τον μαντρότοιχο, το βουναλάκι με τα σπασμένα κοχύλια.
Μισό λεπτό…
Αφήνεις την λαμπάδα και το αναμμένο φαναράκι στην μάντρα, σπρώχνεις τα σπασμένα κοχύλια με το λουστρίνι στην άκρη, με τα χέρια σπρώχνεις λίγο χώμα να τα σκεπάσεις και τρέχεις να προλάβεις τον μπαμπά σου. Τον μπαμπά σου, που θα ξανανάψει την λαμπάδα με τον κόκκινο φιόγκο, που θα σε σηκώσει ψηλά στα χέρια του, για να φτάσεις πάνω πάνω την πόρτα και να κάνεις έναν ακόμα σταυρό με την κάπνα της…
Σε πήρε η ώρα...έβαλε κρύο… σε λίγο θα σουρουπώσει, καλύτερα να μην σε βρει το σούρουπο εδώ, όχι ακόμα. Κατεβαίνεις από την μάντρα, παλεύεις να κόψεις ένα τριαντάφυλλο με το χέρι, γλύφεις την σταγόνα το αίμα από το αγκάθι, κλειδώνεις πίσω σου την βαριά καινούργια εξώπορτα, το ακουμπάς στο κάθισμα του συνοδηγού και βάζεις μπροστά το αυτοκίνητο…
Αλλάζεις γνώμη, σταματάς, παίρνεις το τριαντάφυλλο και το αφήνεις πάνω στον μαντρότοιχο...
Κάπου εκεί απο κάτω, στο πεζοδρόμιο, θα είναι θαμμένο και το ροζ κοχύλι... Ναι, αλήθεια, όταν το έβλεπες στο φως, γινόταν ροζ...
16 σχόλια:
Ένα τεράστιο κενό έχει η ανάρτηση. Χαώδες για την ακρίβεια. Που πέταξες τα κοχύλια; Για τους πολλούς μπορεί να μην μετράει. Για μένα όμως που έχω φτάσει μέχρι εκεί. Που σε αυτή τη μάντρα έχω κάνει τσιγάρο και έχω χαζέψει τις τριανταφυλλιές, θέλω να ξέρω. Είναι κάπου εκεί; Μπορούμε να τα ξαναβρούμε; Αγκαλιά με τις παιδικές μας αναμνήσεις ή μπα; Τελικά μια αυτοκινητάδα...και πολύ μας είναι;
Σταχτοπουτα μου, στις μάντρες ...του μυαλού, δεν πάει αυτοκινητο. Ουτε το πιο εξελιγμένο τζιπ. Ειναι πολύ κακοτραχαλοι οι δρόμοι της μνημης καλη μου.
Και αναρωτιεμαι πάντα, τι ειναι ένα σπιτι; Ειναι αυτό που φαινεται; Ή ειναι ότι έχει ζησει;
Πόσο τιμάται... πόσο αξιζει ένα σπιτι; Ποιος το παιρνει, πόσα μπορεί να του αφαιρεσει, μπορεί άραγε να το γδυσει, απο όλα όσα κουβαλάει;
Η περιτεχνη κατασκευή των κοχυλιών, που προσφερθηκε, που δεν παρθηκε, έπου έσπασε, ειναι θαμενη δίπλα ακριβώς, απο την εξωπορτα. Αυτή που ειδες είναι ...σχετικά καινουργια. Παλια, έμενε πάντα ανοιχτή ή μισανοιχτη, παλια έκλεβαν μονο τα λουλουδια...
Η εξωπορτα έχει αλλαξει πια, και ...δεν ξερω αν άλλαξε για να κλεινει τους ανεπιθυμητους απέξω ή να εμποδίζει ...τους μεσα να μην βγαινουν ευκολα εξω.
Τα τριανταφυλλα... νομιζω ότι ήταν πάντα ίδια. Όσο για ροζ κοχυλια... ναι, είμαι σιγουρη ότι υπάρχουν...
Δεν επιτρέπω στον ευατό μου να σχολιάσει ,μήπως άθελα μου και απο αδεξιότητα χαλάσω το ροζ χρώμα των κοχυλιών.
Και εγώ μπήκα να σχολιάσω...αλλά μετά το σχόλιο του de profundis άλλαξα άποψη και θα αρκεστώ στο "σκέπασμα" των λέξεων μου με λίγο "χώμα", σαν αυτό που σκεπάζει τα κοχύλια.
Το δώρο βλέπεις είναι για μένα όλο το clue. Δεν ξέρω τι θες να πεις εσύ πάνω από όλα. Στη τελική ελάχιστη σημασία έχει. Το καλό είναι ότι από κάθε κείμενο κρατάμε αυτά που θέλουμε. Κι εγώ κρατώ το δώρο που έπρεπε για τον Αντώνη να επιστραφεί, να ανταλλαχθεί. Ρε φίλε...τόσο δύσκολο είναι να καταλάβεις ότι απλά ήθελα να σου δώσω το ροζ πολύτιμο κοχύλι μου. Πόσο γαμημένη ανασφάλεια πρέπει να έχεις για να μην το καταλάβεις; Κι αυτό προφανώς δεν είναι μομφή προς τον Αντώνη, αλλά αυτό που στα μάτια μου εκπροσωπεί ο "Αντώνης"!
Καρδιά μου...να είσαι καλά...τέτοιες ιστορίες έχουν να μας αφήσουν κάτι. Κι αν δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους...μπορώ να μιλήσω για μένα!
Αναρωτιέμαι συχνά, Κατερίνα, αν όλα τα ανεπίδοτα δώρα της ζωής μας, δεν είναι πιο σημαντικά από όσα βρήκαν τον παραλήπτη τους.
Θάφτηκαν στη γη και έβγαλαν καρπούς σαν κι αυτούς που μας πρόσφερες.
De profundis μου καλημέρα,
Το καλο με την μνήμη, ειναι ότι ειναι τόσο θωρακισμένη, που κανείς δεν μπορεί να σπάσει τον κωδικό του «χρηματοκιβωτίου» που κραταει μεσα του τα κάθε λογής ...κοχύλια.
Το κακό με την μνημη, ειναι ότι ...και ο ιδιοκτήτης του χρηματοκιβωτίου... επισης δεν γνωρίζει τον κωδικό.
Ndn καλή σου μερα.
Ρίχνουμε λίγο χώμα, για να μην τα βλέπουμε, να μην ειναι εκει μπροστά μας, αδιαψευστος μάρτυρας, αυτου μας πονάει, αυτού που δνε καταλαβαίνουμε, αυτού που δεν θελουμε να θυμόμαστε.
Αλλά κοιτα ένα περιεργο πράγμα. Όσο και αν τα θάψουμε, αυτά θα διεκδικούν πάντα τον χώρο και τον χρόνο τους.
Vk μου καλημέρα,
Αν έβαζα μουσική σε αυτό το post …θα έβαζα την «μελαγχολια της ευτυχίας» του Χατζηδάκι. Και έχεις δίκιο, το τι θέλω να πω, πολύ μικρή σημασία εχει. Την μνημη σου, δεν μπορείς να την μοιραστείς με κανέναν. Η μνημη δεν ειναι το γεγονός αυτό καθ’ αυτό, ειναι οι μυρωδιές, τα χρωματα, οι μουσικές, το ίζημα που μένει.
Όσο για τον Αντωνη, και τον κάθε Αντωνη, τσουλουφοπαιδο μου... δεν ξερω, ειλικρινά δεν ξερω, και φοβάμαι ότι δεν θα μάθω ποτέ... αν οι άνθρωποι έχουν την δυνατότητα να μοιραστούν την εικόνα σου μαζί σου ή αν η μονη δυνατότητα που μας παρεχει η φυση ειναι να βλέπουμε τον άλλον μονο μεσα απο τον καθρέφτη των ματιών μας, μονο μέσα απο εμάς. Αυτή η αυταρεσκη βεβαιότητα, ότι ...γνωρίζουμε τον άλλον, και κατ’ επεκταση γνωρίζουμε το «γιατί» το κάνει ο άλλος ή το «γιατί» δεν το κάνει...
Πάντως μιας που εχω την συνήθεια να δικαιωνω πάντα, τους ήρωες μου, και ο Αντώνης υπήρξε ένας απο αυτούς, θα σου πω ότι περσυ είπα στην κόρη μου, ότι θα της αγοράσω κάτι που ήθελε πολύ. Μετά τον πρωτο ενθουσιασμό, μετά τα πρωτα... «εισαι η καλυτερη μαμα του κόσμου», μετά απο μόλις λίγη ώρα, ήρθε να μου πει... ότι δεν ξερει αν θα τα καταφέρει να βγει πρωτη, αν πρέπει αν της το πάρω, αν το αξιζει. «Αντωνης» και εκεινη, ...πίστεψε ότι το δώρο μου θα ήταν το ανταλλαγμα της πρωτιάς της. «Αντωνης» και εκεινη, δεν πιστεψε ότι το δικό μου ανταλλαγμα, θα ήταν η χαρά της.
Τσουλουφοπαιδο μου, είτε μας αρέσει είτε όχι, ειμαστε απολυτα μονοι μας στο ταξίδι. Καμμιά φορά, έχουμε συνταξιδιώτες, νομίζουμε ότι μοιραζομαστε πράγματα, νομιζουμε ότι καταλαβαίνουν, ότι διαισθανονται. Ψευδαισθήσεις.
Ξέρω ποσο απολυτος εισαι. Αλλά απλά αποδέξου, ότι ο άλλος ...δεν θα γίνει ποτέ εσύ. Δεν θα μοιραστείς ποτέ, δεν θα γίνεις ποτέ ένα, δεν θα φτάσεις ποτέ μαζί στο τέλος του ταξιδιού. Οι προορισμόι θα ειναι πάντα διαφορετικοί, ίσως να μοιραστεις ένα κουπέ, μεταξυ δύο στασεων. Κια αυτό ήταν... Και μετά λιγο χώμα, και ένα λουλουδι στο νεκροταφείο της μνήμης... Και μετά η επομενη διαδρομή, και μετά η επόμενη στάση...
Ακομα και τώρα που τα γράφω αυτά, ελπίζω πάντα να διαψευστώ. Ελπίζω ότι θα υπάρξει κάποια στιγμή κάποιος συνταξιδιώτης που δεν θα χωρίσουν οι δρόμοι μας στην επόμενη στάση... ίσως στην μεθεπόμενη...
Καλη σου μέρα Γυριστρουλα,
Τι όμορφο αυτό που είπες. Ναι έτσι θα ειναι, οι πράξεις, οι σκέψεις, οι εικόνες μας, που περνάνε, που τις θάβουμε στο νεκροταφείο του μυαλού, τελικά καρπιζουν και μας κάνουν αυτό το τόσο διαφορετικό, το τόσο ξεχωριστό, το τόσο ...«ένα», που ειναι ο καθένας μας.
Κατερινα,
ζηλευω τη μνημη σου και τη ζωντανια της. Κι οτι εχεις πραγματα να θυμασαι.
Τί όμορφα τα ταξίδια της μνήμης! Αφήνουν έξω αυτό που δεν αξίζει να θυμόμαστε, κρατάνε και στολίζουν το πολύτιμο, ακόμα και τα χρώματα οι μνήμες τα μεταλλάσουν μερικές φορές ανάλογα με την αύρα της στιγμής. Αξία δεν έχει η λεπτομέρεια απο μόνη της... Η αξία βρίσκεται στο άρωμα που αναδίδει η λεπτομέρεια. Αυτό το ανεξίτηλο άρωμα που κατάφερες να με κάνεις να το μοιραστώ μαζί σου σ' αυτό το υπέροχο πόστ.
Πάντα να θυμάσαι, γλυκειά μου...
Cynical, μην φανταστείς ότι ειναι και μεγάλο πλεονεκτημα η τόσο ...ζωντανή μνήμη. Δυστυχώς δεν κραταει μονο ότι θέλεις... αλλά και όσα, θα έδινες πολλά για να τα ξεχάσεις για πάντα.
Βιολιστρια μου καλως μας ξαναήρθες. Έλλειψες, ειλικρινά μας έλλειψες. Απο εσένα έρχομαι, πραγματικά συντετριμένη, για πολλους λόγους.
Να εισαι καλά γλυκεια μου.
Κατερίνα,
μας χάρισες ένα ακόμα "ποίημα",θυμητάρι της νιότης μας,εκλεκτό ανάγνωσμα...
Χρόνια σου πολλά,έτσι, ζωντανή και απόλυτα γοητευτική...
Αγραμπελη μου χρονια πολλά και σε σένα. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ καλή μου. Να είσαι καλά.
Δημοσίευση σχολίου